Sacred Monsters: Πώς μία άσχετη με τον χορό (εγώ) έμεινε άφωνη από μία παράσταση
Είδαμε την παράσταση της Sylvie Guillem και του Akram Khan στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών
Όσο κι αν αγαπώ την μουσική, τον κινηματογράφο, τα εικαστικά και την φωτογραφία, οι σχέσεις μου με τον χορό, και δη τον σύγχρονο, δεν ήταν ποτέ οι καλύτερες. Όσο θαύμαζα τις χορεύτριες και τους χορευτές του κλασικού μπαλέτου, για την τεχνική τους, τόσο βαριόμουν, σε σημείο εκνευρισμού προς το τέλος τις παραστάσεις του σύγχρονου χορού. Και ο λόγος που χρησιμοποιώ το ρήμα «βαριέμαι» στον παρατατικό δεν είναι γιατί πιστεύω ότι από εδώ και πέρα θα αλλάξουν απαραίτητα τα πράγματα, και τα συναισθήματά μου απέναντι στον χορό, αλλά γιατί χθες το βράδυ είδα, μία παράσταση που πραγματικά με άφησε με ανοιχτό το στόμα.
Όταν άκουσα ότι η Sylvie Guillem θα παρουσιάσει, μαζί με τον Akram Khan την παράσταση «Ιερά Τέραρα» στο Μέγαρο Μουσικής, κάτι μέσα μου με έτρωγε να την δω, από κοντά, και να καταλάβω για ποιο λόγο όλοι (εντάξει, οι λάτρεις του χορού) αναφέρονται σε αυτήν. Και αν έφτασα στο Μέγαρο με μία σχετική απροθυμία (σίγουρα με μία διστακτικότητα για το που τρέχω τώρα, καθημερινή, με τόση δουλειά να με περιμένει σπίτι μου), μιάμιση ώρα αργότερα έφυγα με μία αίσθηση ηρεμίας, και απόλυτης ευχαρίστησης από αυτό που είχα μόλις δει.
Δύο εντελώς διαφορετικοί χορευτές, μοιράζονται στη σκηνή την αγάπη τους για την τέχνη τους, αλλά και τις διαφορετικές κουλτούρες, γλώσσες και, τελικά, τους κόσμους τους που ενώνονται σε ένα σημείο: την αγάπη τους για την τέχνη τους. Βοήθησε πολύ το γεγονός ότι, η παράσταση, έχει κάποια σημεία πρόζας, όπου Guillem και Khan εξιστορούν το ταξίδι τους για να βρει, ο καθένας, τον εαυτό του- η διάσημη χορεύτρια ταυτιζόμενη με την Sally Brown, αδερφή του Charlie στον Snoopy (κι όμως, ναι), και ο ταλαντούχος χορογράφος τον θεό των Ινδών, Krishna.
Δύο σώματα, τόσο διαφορετικά, αλλά άψογα δομημένα, δύο καλλιτέχνες με εντελώς παράταιρες εμπειρίες και περιβάλλοντα που, όμως, βγάζουν την αλήθεια τους στη σκηνή- αλήθεια η οποία, έχει κοινό σημείο αναφοράς, την ανάγκη τους να θέτουν (στους εαυτούς τους) ερωτήματα και, μέσα από αυτά να μπορούν να συνυπάρχουν στη σκηνή, μέσα από χορογραφίες, αλλά και πειραματισμούς, δύο χορευτές των οποίων η φυσική κατάσταση, το background αλλά και οι αναφορές απέχουν κατά πολύ. Και αυτό είναι που τους κάνει τόσο όμοιους. Μερικές ώρες μετά την παράσταση, νιώθω ακόμα μαγεμένη από μία μορφή τέχνης που δεν περίμενα ποτέ ότι θα μπορούσε να με αγγίξει. Και η αίσθηση αυτή είναι που κάνει την τέχνη, σε κάθε μορφή της, τόσο σημαντική για την ανθρώπινη ψυχή.