Eyewitness: «Wasted Youth»

Eyewitness: «Wasted Youth»

Μετά την πρεμιέρα της ταινίας των Αργύρη Παπαδημητρόπουλου και Jan Vogel στο Ρότερνταμ έφτασε και η σειρά της Αθήνας.

Μια επίσημη πρεμιέρα χωρίς περιττές επισημότητες, φανφάρες και τυμπανοκρουσίες έλαβε χώρα τη Δευτέρα το βράδυ στον κινηματογράφο ΈΛΛΗ με προσκεκλημένους τους πρωταγωνιστές και τους νεαρούς έφηβους φίλους τους, όλους τους συντελεστές της ταινίας, δημοσιογράφους, παραγωγούς και φίλους (ανάμεσά τους και τον Σάκη Ρουβά). Η πολυαναμενόμενη, μετά την επιτυχημένη της πορεία στα ευρωπαϊκά φεστιβάλ, ταινία των δύο δημιουργών ξεκινά την ελληνική της πορεία.

Στο τέλος της ταινίας το χειροκρότημα του κοινού ήταν θερμό αλλά με λίγη καθυστέρηση. Όχι επειδή δεν ήταν σίγουροι οι παρευρισκόμενοι για το αν ήθελαν να χειροκροτήσουν ή όχι αλλά επειδή το τέλος σε καθηλώνει. Σε παγώνει. Με έναν τρόπο που σπάνια καταφέρνει μια ταινία μυθοπλασίας να πετύχει. Και αυτό είναι το πιο δυνατό κομμάτι της ταινίας. Ένα τέλος που επ' ουδενί λόγω δε φέρνει στο νου την κάθαρση της αρχαίας τραγωδίας παρότι τραγικό, ένα τέλος που σε γεμίζει με οργή, την ίδια οργή που σου προκαλεί κάθε ένα από τα τραγικά συμβάντα που αφθονούν τα τελευταία χρόνια στην καθημερινότητα της ελληνικής κοινωνίας.

Εμπνευσμένη από αληθινά γεγονότα -αν και προϊόν μυθοπλασίας- η ταινία «Wasted Youth» παρακολουθεί τη ζωή τριών εφήβων και των οικογενειών τους. Είναι καλοκαίρι, ο καύσωνας έχει κάνει τη συνηθισμένη του απόβαση στην Αθήνα, τα τρία αγόρια περνούν τις μέρες τους χαλαρά, όπως όλα τα παιδιά της ηλικίας τους, αναζητώντας τρόπους να γεμίσουν τη μέρα τους, να ξεχάσουν τα προβλήματά τους, να πετύχουν τους μικρούς και φαινομενικά ασήμαντους στόχους τους. Κάνουν skate, κυκλοφορούν με το βεσπάκι τους στους καυτούς δρόμους της πόλης, επιδίδονται σε καταχρήσεις, φλερτάρουν, απογοητεύονται, επιβιώνουν. Ένας μεσήλικας, ο πατέρας του κεντρικού χαρακτήρα, προσπαθεί και εκείνος να επιβιώσει μέσα από ένα επάγγελμα στο δημόσιο -που σιχαίνεται- και να αποφύγει το νευρικό κλονισμό που τον πλησιάζει επικίνδυνα.

Ο Αργύρης Παπαδημητρόπουλος και ο Jan Vogel σκιαγραφούν με σκληρά χρώματα το πορτρέτο της Αθήνας, μιας πόλης και μιας κοινωνίας σε κρίση. Η ωμότητα της διήγησης μαλακώνει από την ακατέργαστη γλυκύτητα των εφήβων ηρώων της, μια τρυφερότητα που βρίσκει την κορύφωσή της στη σκηνή όπου ο Σπόρος δηλώνει «αυτή είναι η καλύτερη μέρα της ζωής μου», η ίδια μέρα που μάλλον θα χαραχτεί στη μνήμη του ως η χειρότερη, τελικά. Η απεικόνιση της πραγματικότητας των εφήβων στο ασφυκτικό άστυ είναι ρεαλιστική και πολύ επιτυχημένη αν και δε μπορούμε να πούμε το ίδιο και για την κινηματογραφική αφήγηση της ζωής των ενηλίκων που μας έκανε να νιώσουμε πως το σενάριο είχε κάποιες ελλείψεις. Για την φωτογραφία επιλέχθηκαν σκληρά, βρώμικα χρώματα, αντιπροσωπευτικά της Αθήνας που πρόσθεσαν στον χαρακτήρα της ταινίας το λιθαράκι τους αλλά από το μοντάζ έλειψαν τα κοφτά πλάνα που θα έδιναν την αιχμηρή αίσθηση της βάναυσης κοινωνίας στην οποία βιώνουν τη ζωή τους τα τρία παιδιά, οι φίλοι τους και οι οικογένειές τους. Οι τρεις νεαροί πρωταγωνιστές εντυπωσίασαν, πάντως, με τις υποκριτικές ικανότητές τους αν και δεν είναι επαγγελματίες και, όπως αναφέραμε και πριν, το τέλος της ταινίας ήταν τόσο δυνατό που κάθε λάθος, παράλειψη, έλλιψη συγχωρείται, ξεχνιέται, παραβλέπεται.

Info: Η ταινία κυκλοφορεί στις κινηματογραφικές αίθουσες στις 17 Μαρτίου.