Για μένα οικογένεια σημαίνει ζεστασιά
«Εμείς θα είμαστε πάντα εδώ για εσένα. Ό,τι και να χρειαστείς. Ακόμα και για τις στιγμές που δε θα θέλεις να μοιραστείς με τον κόσμο. Ακόμα και όταν θα φοβάσαι ότι θα σε απορρίψουν. Ακόμα και να μας χωρίζουν χιλιόμετρα. Ακόμα και όταν δε θα είμαστε εδώ.»
Είναι δύσκολο πράγμα να νιώθεις ζεστασιά. Με τη μεταφορική έννοια. Ακόμα πιο δύσκολο είναι οι άνθρωποι γύρω σου να σου δημιουργούν αυτό το κλίμα. Αν αυτό σού φαίνεται γνώριμο, τότε πρέπει να νιώθεις τον εαυτό σου τυχερό. Γιατί μόνο τύχη λέγεται αυτό το πρωτόγνωρο και δύσκολο να περιγραφεί με λέξεις συναίσθημα. Ίσως, από την άλλη, συνοψίζεται σε κάτι άλλο: στην αγάπη.
Πολλές φορές κάθομαι στο σαλόνι, στην αγαπημένη μου καρέκλα και νοσταλγώ. Με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που νοσταλγούν οι μεγάλοι άνθρωποι και επαναλαμβάνουν ιστορίες από το παρελθόν τους στο εορταστικό τραπέζι. Τότε, νιώθεις βαρεμάρα να ξανακούσεις για 100η φορά τα ίδια, αλλά μόνο όταν πιάσεις τον εαυτό σου στην ίδια νόρμα, σταματάς να μιλάς και καταλαβαίνεις. Βγάζει, τελικά, νόημα αν το καλοσκεφτείς. Τι θέλουμε όλοι οι άνθρωποι σε αυτήν τη γη; Ανθρώπους που μας αγαπούν και τους αγαπάμε. Όσο και να μην το παραδεχόμαστε στα πλαίσια της προβολής ενός πιο σκληρού προσωπείου και δυναμικού προσωπείου. Στην πραγματικότητα, όμως, από αυτήν την αγάπη είναι που γινόμαστε πιο δυνατοί.
Από την παιδική μου ηλικία, έχω φυλάξει στη μνήμη πολύ συγκεκριμένα περιστατικά. Γεγονότα που θυμάμαι αμυδρά φωτογραφικά, αλλά πολύ βαθιά συναισθηματικά. Γιατί κάτι μού έχουν αφήσει στην ψυχή μέχρι σήμερα. Γιατί έχουν βάλει ένα λιθαράκι στη διαμόρφωση του χαρακτήρα μου. Γιατί αυτά θέλω να μεταφέρω κι εγώ «αύριο» στα δικά μου παιδιά.
Πήγαινα πρώτη δημοτικού. Η πρώτη επίσημη χρονιά μου στο σχολείο δεν μπορείς να πεις ότι ήταν και η καλύτερη. Έτυχε να βρίσκομαι σε μία τάξη με παιδιά – bullies. Ναι, bullies σε αυτήν την ηλικία. Ήταν μία κλίκα, η οποία είχε γίνει ο φόβος και ο τρόμος των παιδιών της ηλικίας μας. Κατέστρεφαν πράγματα. Πετούσαν το φαγητό μας στα σκουπίδια. Μιλούσαν με προσβολές για να μας κάνουν να νιώσουμε άσχημα. Αν βάζαμε και τα κλάματα, θα ήταν ακόμα καλύτερα για εκείνους.
Στην αρχή, δεν είπα τίποτα στους δικούς μου. Δεν ξέρω γιατί. Ίσως ντρεπόμουν. Ίσως φοβόμουν μη γίνουν τα πράγματα χειρότερα. Το θέμα είναι ότι δε μίλησα. Όταν άρχισε, όμως, να περνάει ο καιρός και η κατάσταση όχι μόνο δεν καλυτέρευε αλλά πήγαινε από το κακό στο χειρότερο, δεν άντεξα. Πήγα δειλά στην κρεβατοκάμαρά τους. Η μαμά μου διάβαζε ένα βιβλίο και ο μπαμπάς μου ήταν με την εφημερίδα στο χέρι. Όταν με είδαν να μπαίνω κλαμένη στο δωμάτιο, τα άφησαν όλα κάτω για να κάνουν ένα πράγμα: μία αγκαλιά.
Αφού με έσφιξαν σφιχτά, άρχισαν να με ρωτάνε. Τους εξιστορήθηκα τα πάντα με το βλέμμα στα λευκά σεντόνια που βρίσκονταν πάνω στο κρεβάτι. «Γιατί κοιτάς χαμηλά; Ντρέπεσαι;», με ρώτησε η μαμά. Θυμάμαι ότι απάντησα κάνοντας ένα μικρό καταφατικό νεύμα. «Εσύ δεν έκανες τίποτα λάθος», μου είπε με μία γλυκιά και σιγανή φωνή -προφανώς για να μη με ταράξει περισσότερο-.
Και, τότε, ο μπαμπάς με πήρε στην αγκαλιά του και μου είπε κάτι που δεν πρόκειται να το ξεχάσω ποτέ: «Στη ζωή σου θα συμβούν πολλά πράγματα. Άλλα καλά, άλλα άσχημα. Θα γελάσεις, θα κλάψεις, θα χαρείς, θα στενοχωρηθείς. Θα γνωρίσεις πολλούς ανθρώπους. Κάποιοι θα μείνουν, κάποιοι θα φύγουν. Να θυμάσαι, όμως, ένα πράγμα. Εμείς θα είμαστε πάντα εδώ για εσένα. Ό,τι και να χρειαστείς. Ακόμα και για τις στιγμές που δε θα θέλεις να μοιραστείς με τον κόσμο. Ακόμα και όταν θα φοβάσαι ότι θα σε απορρίψουν. Ακόμα και να μας χωρίζουν χιλιόμετρα. Ακόμα και όταν δε θα είμαστε εδώ. Γιατί η οικογένεια ζεσταίνει ένα πολύ ιδιαίτερο μέρος της καρδιάς σου. Αυτό που σου δίνει κουράγιο να συνεχίσεις. Αυτό που αποτελεί το στήριγμά σου. Τη βάση σου. Τη δύναμή σου»
Μου είχε κάνει πολύ μεγάλη εντύπωση τότε και τον έβαζα να μου το επαναλαμβάνει ανά τα χρόνια. Ώσπου τώρα το ξέρω εγώ απέξω κι ανακατωτά. Αλλά, το σημαντικότερο, το καταλαβαίνω.