Πως στέκεται ο ήλιος πάνω μας, απόψε και ο Γιώργος Σεφέρης
Θερινό ηλιοστάσιο... επίσημα σήμερα ξεκινά το καλοκαίρι, η μέρα είναι η μεγαλύτερη του χρόνου και η νύχτα με τα σκοτάδια της και την ζέστη της γλύκας της, μικρή και νικημένη. Επίσημα λέει «ηλιοστάσιο ονομάζεται η χρονική στιγμή κατά την οποία ο άξονας της Γης εμφανίζεται στραμμένος όσο περισσότερο προς ή μακριά από τον Ήλιο συμβαίνει κατά την ετήσια τροχιά της Γης γύρω από αυτόν.
Η λέξη προέρχεται από το «ήλιος» και το «στέκομαι»/«στάση» επειδή κοντά στα ηλιοστάσια -λίγες ημέρες πριν ή μετά- ο Ήλιος φαίνεται να επιβραδύνει τη φαινομενική κίνησή του, μέχρι που την ημέρα του ηλιοστασίου αυτή η κίνηση μηδενίζεται και αντιστρέφεται». Παγανιστικές γιορτές, κύκλοι δοξασιών και γιορτές από όλες τις θρησκείες και όλους τους ανθρώπους νυν και αει πάνω στην γη –κι ας συμβαίνουν κι αλλού, σ'άλλους πλανήτες τα ηλιοστάσια- να κοιτούν το στερέωμα, τον ουρανό, τον ήλιο, τη νύχτα, το φεγγάρι και τα αστέρια.
Και ακόμα καλύτερα ορίζει απ τους επιστήμονες το Θερινό Ηλιοστάσιο, στο βαφτισμένο έτσι ποίημα, ο πολύτιμος Γιώργος Σεφέρης, λέγοντας πως «Ὁ μεγαλύτερος ἥλιος ἀπὸ τὴ μιὰ μεριὰ κι ἀπὸ τὴν ἄλλη τὸ νέο φεγγάρι απόμακρα στὴ μνήμη σὰν ἐκεῖνα τὰ στήθη. Ἀνάμεσό τους χάσμα τῆς ἀστερωμένης νύχτας κατακλυσμὸς τῆς ζωῆς».
Σ αυτό το ποίημά του, λοιπόν, λέει κάπου:
«Τ᾿ ἄσπρο χαρτὶ σκληρὸς καθρέφτης
ἐπιστρέφει μόνο ἐκεῖνο ποὺ ἤσουν.
Τ᾿ ἄσπρο χαρτὶ μιλᾷ μὲ τὴ φωνή σου,
τὴ δική σου φωνὴ
ὄχι ἐκείνη ποὺ σ᾿ ἀρέσει·
μουσική σου εἶναι ἡ ζωὴ
αὐτὴ ποὺ σπατάλησες.
Μπορεῖ νὰ τὴν ξανακερδίσεις ἂν τὸ θέλεις
ἂν καρφωθεῖς σὲ τοῦτο τ᾿ ἀδιάφορο πρᾶγμα
ποὺ σὲ ρίχνει πίσω
ἐκεῖ ποὺ ξεκίνησες.
Ταξίδεψες, εἶδες πολλὰ φεγγάρια πολλοὺς ἥλιους
ἄγγιξες νεκροὺς καὶ ζωντανοὺς
ἔνιωσες τὸν πόνο τοῦ παλικαριοῦ
καὶ τὸ βογκητὸ τῆς γυναίκας
τὴν πίκρα τοῦ ἄγουρου παιδιοῦ -
ὅ,τι ἔνιωσες σωριάζεται ἀνυπόστατο
ἂν δὲν ἐμπιστευτεῖς τοῦτο τὸ κενό.
Ἴσως νὰ βρεῖς ἐκεῖ ὅ,τι νόμισες χαμένο·
τὴ βάστηση τῆς νιότης, τὸ δίκαιο καταποντισμὸ
τῆς ἡλικίας.
Ζωή σου εἶναι ὅ,τι ἔδωσες
τοῦτο τὸ κενὸ εἶναι ὅ,τι ἔδωσες
τὸ ἄσπρο χαρτί.
Μιλοῦσες γιὰ πράγματα ποὺ δὲν τά ῾βλεπαν
κι αὐτοὶ γελοῦσαν.
Ὅμως νὰ λάμνεις στὸ σκοτεινὸ ποταμὸ
πάνω νερά·
νὰ πηγαίνεις στὸν ἀγνοημένο δρόμο
στὰ τυφλά, πεισματάρης
καὶ νὰ γυρεύεις λόγια ριζωμένα
σὰν τὸ πολύροζο λιόδεντρο -
ἄφησε κι ἂς γελοῦν.
Καὶ νὰ ποθεῖς νὰ κατοικήσει κι ὁ ἄλλος κόσμος
στὴ σημερινὴ πνιγερὴ μοναξιὰ
στ᾿ ἀφανισμένο τοῦτο παρὸν -
ἄφησέ τους.
Ὁ θαλασσινὸς ἄνεμος κι ἡ δροσιὰ τῆς αὐγῆς
ὑπάρχουν χωρὶς νὰ τὸ ζητήσει κανένας".