Το φαινόμενο της γυάλινης οροφής και πώς η Μαρίνα Λαμπράκη - Πλάκα πέτυχε τους στόχους της
Η αμφιλεγόμενη περσόνα με την εσάρπα και την καρφίτσα που πέρασε την ταυτότητά της μέσα στον πολιτισμό και καμιά κυβέρνηση δεν την ακούμπησε.
Ήταν το 1986 όταν ο όρος γυάλινη οροφή υιοθετήθηκε από τους δημοσιογράφους της εφημερίδας Wall Street Joournal. Ο όρος, αναφέρεται στα αόρατα εμπόδια (βάσει προκαταλήψεων) που συχνά βρίσκονται αντιμέτωπες οι γυναίκες και τα οποία περιορίζουν την προαγωγή τους σε ανώτερες θέσεις και την επαγγελματική τους σταδιοδρομία και ανέλιξη.
Στην υποεκπροσώπηση των γυναικών σε σημαντικούς και ανδροκρατούμενους κλάδους, η Μαρίνα Λαμπράκη-Πλάκα είναι ένα πολύ καλό παράδειγμα γυναίκας που έσπασε γυάλινες οροφές πετυχαίνοντας τον έναν στόχο μετά τον άλλον. Η μακροβιότερη διευθύντρια δημόσιου οργανισμού στην Ελλάδα που κατάφερε να «κουμαντάρει» χορηγούς και ιδρύματα σε υποχρηματοδοτημένες συνθήκες από το κράτος και συνέδεσε για πάντα το όνομά της με την Εθνική Πινακοθήκη.
Δυναμισμός, πείσμα, διπλωματία, πυγμή, πέρασε την ταυτότητά της μέσα στον πολιτισμό και καμιά κυβέρνηση δεν την ακούμπησε. Η επιβλητική γυναίκα με το χαρακτηριστικό στιλ και τα statement αξεσουάρ που συνδύασε το όνομά της με την τέχνη, ήταν ιστορικός τέχνης, αρχαιολόγος και Ομότιμη Καθηγήτρια της Ιστορίας της Τέχνης στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών. Μάλιστα, ήταν από τις πρώτες γυναίκες καθηγήτριες στην ιστορία της ΑΣΚΤ ενώ δίδαξε και ως επισκέπτρια καθηγήτρια σε ξένα πανεπιστήμια της Γαλλίας, των ΗΠΑ και στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Κρήτης στο Ρέθυμνο. Από το 1992 έως το 2022 υπηρέτησε ως Διευθύντρια της Εθνικής Πινακοθήκης-Μουσείο Αλέξανδρου Σούτσου. Η ισχυρή αυτή φυσιογνωμία, διετέλεσε αναπληρώτρια υπουργός Πολιτισμού-Παιδείας και Θρησκευμάτων της Υπηρεσιακής κυβέρνησης με πρωθυπουργό τη Βασιλική Θάνου την περίοδο 28 Αυγούστου με 23 Σεπτεμβρίου 2015.
Η γυναίκα που φορούσε την εσάρπα και τις χαρακτηριστικές καρφίτσες με την αυτοπεποίθηση της επιτυχίας, γεννήθηκε το 1939 στο Αρκαλοχώρι της Κρήτης. Η κόρη του σιδηρουργού Νικόλαου Λαμπράκη υπενθύμιζε συχνά την ταπεινή καταγωγή της, θέλοντας να δώσει ένα παράδειγμα, να μην εγκαταλείπει κανείς τα όνειρά του και να είναι προσηλωμένος στο στόχο του.
Σε ηλικία 15 χρονών γνώρισε τον Δημήτρη Πλάκα, έναν αδιόριστο δάσκαλο που έμελλε να γίνει ο μέντοράς της και να «φτιαχτούνε» μαζί. Ήταν η κοινή αγάπη για τα βιβλία που τους ένωσε από την πρώτη στιγμή και πήγε τον έρωτα με την πρώτη ματιά σε άλλα -άκρως θεωρητικά- επίπεδα. Δύο χρόνια μετά, η Μαρίνα Λαμπράκη προσθέτει στο επίθετό της το Πλάκα- το οποίο και θα τη συντροφεύει για πάντα. Το ζευγάρι παντρεύτηκε με την προϋπόθεση ότι η ίδια θα τελείωνε το Γυμνάσιο και θα σπούδαζε.
Πράγματι, πεισματάρα και με πολλούς στόχους από μικρή, πραγματοποίησε σπουδές σε Αθήνα και Σορβόννη με υποτροφίες από το ΙΚΥ. Σε συνέντευξή της, αποκάλυψε πως μαζί με τον σύζυγό της κατάφερε «να χτίσει σπιτικό» 15 χρόνια μετά τον γάμο τους. Οι δυο τους τα έβγαζαν δύσκολα πέρα και όσα χρήματα κέρδιζαν τα δαπανούσαν σε βιβλία και παραστάσεις. Με τον προστάτη της και άνθρωπο που της άλλαξε ζωή με τον οποίον είχαν κυριολεκτικά ταξιδέψει σε όλη την Ευρώπη και ζήσει σπουδαίους καλλιτέχνες από κοντά, έζησαν μαζί από το 1956 έως το 1992, μέχρι που τους χώρισε ο θάνατος.
Το 1992, ήταν και η χρονιά που θα αναλάμβανε την Εθνική Πινακοθήκη. Ήταν η χρονιά που ήρθε αντιμέτωπη με τη μεγαλύτερη πρόκληση που έμελλε να σημαδέψει μια ολόκληρη εποχή καθώς θα παρέμενε μέχρι το τέλος της ζωής της διευθύντρια στην εθνική γκαλερί της χώρας -χωρίς καμία κυβέρνηση και κανένα κόμμα να προσπαθήσει ποτέ να την ανατρέψει.
Η αμφιλεγόμενη γυναίκα με το όραμα και την υψηλή αισθητική, δεν έγινε ποτέ μητέρα αλλά είχε όλα τα έργα τέχνης σαν παιδιά της, όσο κλισέ και αν ακούγεται. Είχε πάντα μια ιστορία να πει για εκείνα και τα φρόντιζε με αγάπη. Η επιβλητική περσόνα που δεν «εγκατέλειψε» ποτέ κατά τη διάρκεια της πορείας της σε αυτό το κομβικό πόστο, δέχθηκε (πολλές) θετικές και (πάρα πολλές) αρνητικές κριτικές τις οποίες αντιμετώπιζε με ένα από τα δυνατά της ταλέντα: σιωπή και σωστή λέξη, τη σωστή στιγμή. Μάλιστα, είχε τόσο άριστες σχέσεις με τις λέξεις καθώς επέδειξε και πολύ σημαντικό συγγραφικό έργο. Ειδικότερα, είχε δημοσιεύσει 19 βιβλία και περισσότερες από διακόσιες μελέτες και άρθρα σε επιστημονικά περιοδικά και εφημερίδες και είχε συγγράψει περισσότερα από εκατό εισαγωγικά κείμενα σε καταλόγους εκθέσεων.
Κατά τη διάρκεια της θητείας της στην προεδρία της Εθνικής Πινακοθήκης, την 9η Ιανουαρίου 2012, εκλάπη το έργο «Γυναικείο Κεφάλι» του Πάμπλο Πικάσο, το οποίο είχε δωρίσει ο ίδιος ο καλλιτέχνης στον ελληνικό λαό προς τιμήν της γενναίας του αντίστασης στους Γερμανούς κατακτητές. Αφαιρέθηκε μαζί με δύο ακόμα σπάνια έργα τα οποία βρέθηκαν το καλοκαίρι του 2021 σε ένα ρέμα από την Ελληνική Αστυνομία. Η ίδια, επικοινωνούσε συνεχώς στον κύκλο της ότι ο στόχος ήταν εκείνη και ότι η κλοπή έγινε για να πληγεί η αξιοπιστία της.
Κατά τη διάρκεια της θητείας της, τίμησε με εκθέσεις πολλούς καλλιτέχνες αν και πολλοί της είχαν καταλογίσει ότι η πόρτα της Πινακοθήκης υπήρξε ανοιχτή σε φίλους της και κλειστή σε όσους δε της άρεσαν ή είχε διαφορές. Τον τελευταίο καιρό οι φήμες για την αντικατάστασή της είχαν πυκνώσει, ωστόσο επέλεξε τον κώδικα σιωπής και την αδιαφορία ως απάντηση.
«Πολλοί με μισούν ή απλώς δεν με θέλουν. Και εδώ μέσα ακόμα. Κανένας, όμως, δεν θα βρεθεί να πει ότι τον προσέβαλα, ότι φωνάζω στους διαδρόμους», είχε πει κάποτε.
Πριν από έναν χρόνο, με αφορμή τα εντυπωσιακά εγκαίνια που έγιναν για τη λειτουργία της νέας Εθνικής Πινακοθήκης είχε δηλώσει επίσης σε μία από τις σπάνιες συνεντεύξεις της στο Πρώτο Θέμα: «Ένα μουσείο δεν είναι μόνο ένας εσωστρεφής οργανισμός που συντηρεί τα έργα, αλλά ένας σύγχρονος που έχει άμεση σχέση με το κοινό, διατηρεί έναν ρόλο, ψυχαγωγικό, πολιτιστικό, αλλά και εμπορικό, που πρέπει να συντηρείται διαθέτοντας επιπλέον χώρους όπως συνεδριακά κέντρα και έχοντας και άλλες αποστολές».
Η γυναίκα του σύγχρονου ελληνικού πολιτισμού, που απέσπασε πλήθος βραβείων και διακρίσεων υπηρέτησε τις τέχνες και για 30 χρόνια κράτησε το τιμόνι της Εθνικής Πινακοθήκης, την Τετάρτη (15/6) στις 12 το μεσημέρι θα παρουσίαζε τη νέα περιοδική έκθεση αφιερωμένη στον Κωνσταντίνο Παρθένη.
Η θέση της θα είναι άδεια και η «ηχηρή» απουσία της αισθητή αλλά το όραμά της και η σφραγίδα της θα είναι πάντα «εκεί». Η Μαρίνα Λαμπράκη-Πλάκα «έφυγε» από τη ζωή την Κυριακή 13 Ιουνίου όμως πάντα η πορεία της θα εμπνέει κάθε γυναίκα: τόσο για την επαγγελματική της επιτυχία όσο και για την προσωπική και εκείνο το «εμείς» που πίστεψε.