Ο Λάκης Γαβαλάς και εγώ...
... Δεν έχουμε καμία σχέση. Δεν έχουμε γνωριστεί. Δεν έχω φορέσει ρούχα του! Δεν κυκλοφορούσαμε στα ίδια στέκια και με τους ίδιους ανθρώπους! Δεν μας ένωνε τίποτα, αλλά μας έφερε κοντά το ΧΡΕΟΣ! Του ίδιου σε εκατομμύρια, το δικό μου ψωροχιλιάρικα. Μόνο που εγώ αν πάω φυλακή, δεν θα βγω εύκολα...
Τα υπερπολυτελή αυτοκίνητα και σπίτια, τα μεγάλα party, η Μύκονος και τα εξωτικά ταξίδια, η εκκεντρικότητα, τα χλιδάτα ρούχα, οι υψηλές γνωριμίες, οι φιλίες με τους ισχυρούς! Ένα lifestyle, σαν την οικονομική ευημερία της Ελλάδας, την παντοδυναμία της τηλεόρασης, το greek dream του τρίπτυχου αυτοκινητάρα – γκόμενα μοντέλο – πρώτο τραπέζι στα μπουζούκια. Μόνο που ο Λάκης Γαβαλάς έχει και όραμα και αισθητική και καλλιέργεια και υποδομή για να υπηρετήσει την βιομηχανία μόδας, ακόμη και υπερτιμώντας το τίποτα, το ευτελές, το κακό ύφασμα και την πρόχειρη ραφή με πλαστικό νήμα.
Από τα μπουζούκια, λέει, 6 η ώρα το πρωί, στο αυτόφωρο! Χρέη στο δημόσιο. Όπως όλοι σχεδόν οι Έλληνες, μιας και αφεθήκαμε να παρασυρθούμε, άλλος λίγο άλλος πολύ, εκτός απ την γενιά των γονιών μας, που έχοντας ζήσει πολλά, ποτέ δεν εμπιστευτήκαν τις τράπεζες και τα χιτλερικά κρεματόρια τους. Μόνο που του Γαβαλά τα χρέη είναι πολλά και αφορούν σε πολλούς. Φυσικά μετά από λίγο αφέθηκε ελεύθερος. Άρθρο 99 και αυτός!
Άραγε εγώ μπορώ να εντάξω τον εαυτό μου στο άρθρο 99 για ευνοϊκή μεταχείριση; Να κηρυχτώ όλη ένα άρθρο 99; Και ας έχω μικρούλια χρεουλάκια, που κανονικά θα έπρεπε εφοριακοί και τράπεζες να βαριούνται και να ασχοληθούν μαζί τους. Όμως όσο πιο λίγα χρωστάς τόσο πιο ανελέητη είναι η δικαιοσύνη, η πίστωση ή η κατανόηση! Τσεκούρι ο νόμος στα κεφάλια μας και ας μας ανοίξει όλο το σώμα στην μέση. Ας γονατίσουμε από την Σισύφεια μάταιη προσπάθεια να ανταποκριθούμε στα επιτόκια των ληστρικών τραπεζών, με την αγένεια και την απαξία στην φωνή των εισπρακτόρων τους. Ας είμαστε οι εχθροί ενός κράτους που μας κόβει το ρεύμα, γιατί κάνεις δεν υποχρεώνει αφεντικά να μας πληρώσουν τα δεδουλευμένα μας, κανείς δεν λέει ως εδώ στις μειώσεις, στις απολύσεις, στα χρωστούμενα σε μας. Και ας φορολογούν ως ακίνητα ακόμα και τους κατεστραμμένους σεισμοπαθείς που ζουν σε κοντέινερ, μετρώντας τετραγωνικά σα να ναι μεζονέτες στην Εκάλη.
Εγώ γιατί δεν δικαιούμαι να βάλω επιτόκιο σε αυτά που μου χρωστάνε από δουλειά που έγινε και περνάνε οι μήνες και δεν την πληρώνομαι; Πόσο τοις εκατό πιάνεται το ξενύχτι μου, ο πόνος στον αυχένα από το αυχενικό μου σύνδρομο μπροστά στο κομπιούτερ, η τενοντίτιδα από το πολύ γράψιμο, το άγχος για την είδηση, την συνέντευξη, τη βάρδια στο μοντάζ, τους χρόνους για να προλάβουμε να κρεμάσουμε τεύχος στα περίπτερα;
Και ενώ εγώ δεν μπορώ να μπω στο νόμο Κατσέλη διότι ένα σπίτι που έχω, από το γονιό μου, δεν μπορώ να το μεταβιβάσω στα παιδιά μου, γιατί θεωρείται «δόλος», έτσι, παλεύω με νύχια και με δόντια να πληρώσω ληστρικά επιτόκια σε τράπεζες, φασιστικό χαράτσι, υπέρογκο ΦΠΑ, ανόητο και υψηλό φόρο αλληλεγγύης, εφορία κανονική για να μη το χάσουν τα παιδιά μου, ενώ όλοι αυτοί οι μεγαλοοφειλέτες -και δεν μιλώ για τον κ. Γαβαλά- έχουν κανονίσει από πριν να μην έχουν καν περιουσιακά στοιχειά στο όνομα τους, αλλά να ζουν πλουσιοπάροχα. Και αυτό; Δεν είναι ο πιο δόλιος δόλος;
Θα μου πεις, εγώ και κάθε ένας σαν εμένα, σκονίτσα στα ακριβά σκαρπίνια των ισχυρών είμαστε! Αλλά καμία φορά και αυτοί πολεμάνε την σκόνη που κάνει στρώματα και τους καλύπτει σύσσωμους, σαν απολιθώματα ξεπεσμένων δυναστειών, που ξεπεραστήκαν μέσα από όλεθρο και οδύνη.
Ο Λάκης Γαβαλάς ο επί Ελλάδος, εκπρόσωπος του εγχώριου glamorous έδωσε δουλειά σε πολλούς. Έφτιαξε μια βιομηχανία και ένα επιχειρηματικό κόσμο που έζησε για μεγάλο διάστημα πολλές οικογένειες. Αυτό το κράτος - εχθρός φυσικά και πρέπει να συνυπολογίσει και όλες αυτές τις οικογένειες στην περίπτωση Γαβαλά. Την διέξοδο, την ικανότητα όχι μόνο αυτό να εισπράξει αλλά να ζήσουν οι εκατοντάδες περί και υπό τον κ. Γαβαλά.
Και είναι άξιον απορίας, εδώ, πόσοι από αυτούς που σκοτώνονταν για πρόσκληση στα party του στην Μύκονο, πόσα μοντέλα και ανθυπομοντέλα, που επέβαλλε, πόσοι σχεδιαστές, πόσοι βιοτέχνες και πόσοι έμποροι με καταστήματα, που φτιαχτήκαν απ αυτόν και έζησαν και καλόζησαν, του λένε τώρα ένα «γεια» και ένα «ευχαριστώ»; Πόσοι σήκωσαν το τηλέφωνο να τον ρωτήσουν αν χρειάζεται κάτι, αν θέλει να μιλήσει από καρδιάς σε κάποιον, ότι απλά είναι εκεί για αυτόν;
Όπως και να έχει, έκανε αυτό που ήξερε. Συνέχισε να βρίσκει καταφύγιο στα μπουζούκια, στις χλιαρές παρέες που διαρκούν όσο η αστραπή από τα φλας. Και να που μοιάζει με μένα ο κ. Γαβαλάς, αλλά αμέσως χωρίζεται κιόλας, από μένα, γιατί εδώ ζούμε με δυο μέτρα πάντα και δύο σταθμά. Όπως ήταν, όπως είναι και όπως θα ναι αυτός ο τόπος, που όσοι αγαπάνε τρώνε -δυστυχώς- βρωμικό ψωμί...