Μια κλοπή, μια παραίτηση, ένα αφύλακτο παρελθόν...
Ένας δημοσιογράφος της κρατικής τηλεόρασης, αυτοκτόνησε. Ένας νεαρός άνδρας των ΜΑΤ, επίσης. Στο μουσείο της Ολυμπίας, μπήκαν ένοπλοι ληστές και έκλεψαν ένα κομμάτι ιστορίας μας, τέχνη από πέτρα και μάρμαρο, που στεκόταν εκεί, μάρτυρες όλης της ελληνικής μας περιπλάνησης, αιώνες τώρα. Ο υπουργός Πολιτισμού, τουλάχιστον, ανέλαβε ευθύνη και υπέβαλλε την παραίτησή του. Πριν λίγο καιρό άλλωστε είχαν κλέψει αμύθητης αξίας έργα απ την Εθνική Πινακοθήκη, ανάμεσα τους και έναν Πικάσο, δώρο εκτίμησης του σπουδαίου καλλιτέχνη στον ελληνικό λαό, για τον ηρωισμό του. Αφύλακτα μουσεία, ανοχύρωτη χώρα, παραπεταμένο ιερό παρελθόν και αδιέξοδο, στερημένο μέλλον.
Περπατώντας στο κέντρο της Αθήνας. Άστεγοι απαγκιασμένοι σε γωνιές και κόχες κτηρίων. Αποκαΐδια απ'την τελευταία οργή. Ο καιρός, γκρι. Και αυτός απασφαλισμένος, σαν να μετακινηθήκαμε όλοι μαζί στο Βουκουρέστι του '80. Θαμπά πρόσωπα, σκούρα χρώματα, παλιά ρούχα. Ως και οι γυναίκες έπαψαν να βάφουν τα μαλλιά ξανθά και κατακόκκινα. Όλα καφέ. Όλα γκρι. Σα να'χει γυριστεί το φιλμ της ζωής μας σε σέπια αλλά τρισδιάστατο. Βλέπω μια κοπέλα με μωβ, έντονο μωβ, παλτό. Με σακατεύει η αντίστασή της! Επηρεασμένη μυρίζω παντού λεβάντα.
Δε κάνει λέει στα ΜΜΕ και ειδικά στην τηλεόραση να μιλάμε για αυτοκτονίες. Ο δημοσιογράφος στην τηλεόραση, όμως, δούλευε. Γιατί δεν άκουσε την απαγόρευση; Στο Κολωνάκι, αγέλαστο πια και εποχούμενο, οι ακριβές μπουτίκ πονούν τα μάτια με την ερημιά τους. Οι προσεγμένες βιτρίνες, οι άψογες χρωματιστές όλο υφάσματα κούκλες, δείχνουν παρατημένες γυναίκες, που δεν τις ερωτεύεται κάνεις. Μια κύρια στο μετρό, αξιοπρεπής, κλαίει. Δεν έχει λεφτά για να γυρίσει στο σπίτι της. Δε ζητάει. Μέσα στον ηλεκτρικό, επαίτες λένε μια ιστορία ανεργίας. Ψιθυριστά. Οι επιβάτες κοιτούν έξω χωρίς να βλέπουν, με εσωτερικές προβολές φοβιών. Κάποια στιγμή μπαίνει μια μπάντα ολόκληρη. Δυο κιθάρες, δυο ακορντεόν, ένα σαξόφωνο, ένα βιολί. Χαρούμενη μουσική. Σαν κάτι να θυμίζει από παλιά. Σα να το'χω ξαναζήσει. Σα ντε ζα βου απελπισμένης, αυτοχειρικής υπόσχεσης.
Πόσο να ένιωσαν βιασμένα, πως τα ακουμπάν βέβηλα χέρια και ασελγείς διαθέσεις, τα αγάλματα, τα μάρμαρα, τα ιερά της Ολυμπίας; Πόσο καταδικασμένοι είμαστε στην λήθη μας, στον αφανισμό, όταν δεν μπορούμε να φυλάξουμε εκείνα τα σπουδαία, που ο ίδιος ο χρόνος, οι αιώνες, ο καιρός, οι θεομηνίες, θαύμασαν και προστάτεψαν;
Μια διαδρομή όλα, στα έγκατα μιας πόλης αρχαίας, σπουδαίας, κουρασμένης. Μια διαδρομή με ένα μετρό, που ποτέ δεν φτάνει στον τελικό προορισμό, μα μόνο στον επόμενο, μια προαναγγελία η άφιξη, πάντα από αισθησιακή, αδιάφορη, ρομποτική φωνή.
Ναι ξέρω! Αισιοδοξία! Συμμετοχή! Να μην παρατηρώ μόνο, παθητικά, αλλά να συμμετέχω. Να μην είμαι επιβάτης μόνο. Να σπρώξω τον κόσμο, να ορμήξω στην μηχανή, να κινήσω το τρένο μόνη μου, τιμονιέρισσα σε μια συμβολική διαδρομή.
Η παραίτηση του υπουργού Πολιτισμού δεν έγινε ακόμα δεκτή! Μετεωρίζεται και αυτή, σε ένα κομμάτι χαρτί, με μια αυτοκτονημένη επίσης υπογραφή.
Σκαμμένη στα θεμέλια της αυτή η πόλη, με τούνελ να μην τελειώνουν ποτέ και εμένα ξαφνικά, να με 'ει πιάσει κλινική σχεδόν, κλειστοφοβία...