Μάσκες προαιρετικές. Αναπνευστήρες απαραίτητοι
Ο κόσμος ξύπνησε από τον λήθαργο της ψευδαίσθησης πως για όλες τις φασαρίες φταίνε οι αναρχικοί. Και αυτό είναι κάπως αισιόδοξο.
Όταν το twitter άρχισε να τιτιβίζει, η TV να ξεστομίζει και τα έντυπα να γράφουν, από την προηγούμενη κιόλας πορεία, πως πίσω από τις κουκούλες κρύβονται (και) αστυνομικοί και με την άποψη αυτή συντάχθηκαν ακόμα και πολιτικοί, ακόμα και εκπρόσωποι από όλο τέρμα δεξιά και όσο το δυνατόν πιο συντηρητικά, ένιωσα ανακούφιση.
Δεν ανήκω σε καμία πολιτική πλευρά. Είμαι αντιπροσωπευτικό δείγμα της γενιάς που μεγάλωσε έχοντας χάσει και το μεγάλο φαγοπότι των 80's και την μαχητική αντίσταση -επίσης των 80's- στα κακώς κείμενα. Αν και δεν δέχομαι τον όρο απολιτίκ είμαι σίγουρα αυτό που θα σήμαινε η λέξη ακοματίκ αν υπήρχε. Με αυτά τα δεδομένα συμπληρώνω την εικόνα μου με την πληροφορία πως γεννήθηκα και μεγάλωσα στα Εξάρχεια, τότε που στην πλατεία συνυπήρχαν αρμονικά παιδάκια που έπαιζαν μεταξύ τους και πρεζάκια που έπαιρναν τη δόση τους (δίχως να προκαλούν προβλήματα), οι αστυνομικοί στέκονταν διακριτικά σε μέρη που δεν ενοχλούσαν και η Πάολα έπινε τον καφέ της με επιφανείς λόγιους και γραφιάδες στο Αττικόν, στου Κωνσταντίνου και στο Διπλό. Θυμάμαι αμυδρά τη στιγμή που άρχισα να αισθάνομαι την πλατεία σαν μια υπέρ του δέοντος αστυνομοκρατούμενη μίνι πολιτεία στο κέντρο της Αθήνας αλλά δεν θυμάμαι να την τοποθετήσω χρονικά.
Θυμάμαι, όμως, πεντακάθαρα τα γεγονότα στο Χημείο το 1985. Και, εδώ που τα λέμε, είναι δύσκολο να ξεχάσεις έναν πόλεμο που μαίνεται κάτω από το μπαλκόνι σου, όσο μικρός και αν είσαι. Θυμάμαι, όταν κατέβαινα στο δρόμο για να πάω στο σχολείο, τα οπλοπολυβόλα που με σημάδευαν από τις ζώνες των αστυνομικών (ήμουν δεν ήμουν 1,30 εκείνη την εποχή άρα μάλλον στους ακίνδυνους πρέπει να με κατέτασσαν) που εφορμούσαν ακριβώς κάτω από την πολυκατοικία μου. Θυμάμαι τα παιδιά με τα αμπέχονα και τα τζιν και τις κουκούλες να πετάνε πέτρες και ξύλα και κομμάτια από το κτήριο και μολότοφ στα ΜΑΤ. Θυμάμαι και στην Ζωοδόχου Πηγής, τον πίσω δρόμο από τη μάχη δηλαδή, να σταματούν τους πάντες αλλά να αφήνουν ανενόχλητα κάτι παιδιά με αμπέχονα και τζιν και ξύλα και κομμάτια από το κτήριο και κουκούλες και μολότοφ να περάσουν για να στρίψουν στο επόμενο στενό και να συνταχθούν μαζί τους. Και αυτή είναι μια μνήμη που κανένα μέσο ενημέρωσης, κανένας αρχηγός αστυνομίας και καμία δήλωση δε μπορεί να σβήσει.
Τον Δεκέμβριο του 2008 η Αθήνα κάηκε με αφορμή τη δολοφονία ενός αγοριού. Και λέω με αφορμή γιατί η οργή ήταν, έτσι κι αλλιώς, συσσωρευμένη. Η γενιά αυτή δεν ζει, φαίνεται, στον ίδιο λήθαργο με τη δική μου και αυτό που συνέβη (που δεν ήταν η πρώτη φορά) τους ξεσήκωσε σύσσωμους. Στις πιο βίαιες στιγμές κάθε καταστροφικής πορείας που έγινε εκείνες τις μέρες το βλέμμα μου έπεφτε πάνω σε εκείνους που κινούνταν με αξιοθαύμαστη ευκολία από την μία πλευρά της εμπόλεμης ζώνης στην άλλη. Ένα απόγευμα μια φίλη αναζήτησε άσυλο γιατί οι μάχες μαίνονταν, ξανά, στο κέντρο. Καθίσαμε στο μπαλκόνι μου και όταν είδε τα παιδιά με τα καδρόνια και τις κουκούλες και τα μπουκάλια στα χέρια να πίνουν καφέδες και μπίρες με τους υπαλλήλους του Αστυνομικού τμήματος που βρίσκεται κάτω από το διαμέρισμά μου και με ρώτησε γεμάτη ειλικρινή απορία γιατί δεν τους συλλαμβάνουν. Δεν της απάντησα. Δεν ήθελε, προφανώς, να πιστέψει αυτό που έβλεπε με ίδια τα μάτια της. Τα λόγια μου θα πίστευε;
Τώρα, όμως, το έχει πια πιστέψει. Και, μαζί της, ένα σωρό άνθρωποι που ούτε στην πιο τρελή τους φαντασία δεν θα χωρούσε μια τέτοια πληροφορία. Οι μάσκες έπεσαν. Οι αναπνευστήρες, όμως, είναι απαραίτητοι. Όχι μόνο για τα δακρυγόνα αλλά και για την κατάσταση της Αθήνας που, κάθε μέρα, μας σφίγγει κόμπο το στομάχι και μας κόβει την ανάσα.