Ω γλυκύ μου έαρ, γλυκύτατόν μου Τέκνον, πού έδυ σου το κάλλος;

Ω γλυκύ μου έαρ, γλυκύτατόν μου Τέκνον, πού έδυ σου το κάλλος;

Άνοιξη, θάνατος και γέννηση και ανάσταση και φύση οργιαστική και ανθοί και δέντρα λουλουδιασμένα και ο Χριστός να υποφέρει στο κέντρο, σε μια γιορτή με πένθος τόσο δεμένη στο DNA μας, αιώνες πίσω. Μπροστά στο στίχο – σπαραγμό «Ω! γλυκύ μου έαρ, γλυκύτατόν μου Τέκνον, πού έδυ σου το κάλλος;» τι να περιγράψει άλλο, την ελληνική άνοιξη. Ξέρω πως η συγκεκριιμένη θεματική ενότητα, αφόρα στους έλληνες σελέμπριτις –κατά κάποιον τρόπο. Αφήστε τους αυτούς. Είναι στο Λονδίνο, στο Ντουμπάι, σε εξωτικές αποδράσεις. Εμείς, έχουμε την ωραιότερη ιστορία του κόσμου και την ουσία της άνοιξης, σε κάθε εκκλησία δίπλα μας. Όμως τα λέει, ο αγαπημένος Γιάννης Ρίτσος τόσο ωραία σε ένα Όνειρο καλοκαιρινού μεσημεριού:

"Χριστέ μου, γιατί φόρεσες αυτό μακρύ πένθιμο φουστάνι κι
αυτά τ' αγκάθια στο κεφάλι σου; Χάθηκαν τα λουλούδια;
Ή τάχατε, αν φορούσες παπαρούνες πάνου στ' αχτένιστα μαλλιά
δε θα σ' την πόρτα του ουρανού;
Μη χαμογελάς που 'χω κ' εγώ δεμένο το κεφάλι.
Είναι που γλίστρησα προχτές μέσα στα βάτα κυνηγώντας πεταλούδες.
Έλα να πιαστούμε από το χέρι σαν παιδιά και να πάμε
στους αγρούς να σε μάθω φλογέρα.
Πάμε να σου κόψω τα λυπημένα μαλλιά σου με το ίδιο
μεγάλο ψαλίδι που κουρεύουν τα προβατάκια.
Και να δεις, ο Θεός θα μας αγαπήσει, θα μας βάλει να κάτσουμε
στα πόδια του και θα χαμογελάει γλυκά καθώς εμείς θα
στολίζουμε τα μακριά τα μακριά μουστάκια του με μαργαρίτες.
Κι όταν βραδιάσει θα ζέψουμε το μικρό του τ' αμάξι που το
σέρνουν οι γρύλλοι και θα περάσουμε στη μέση του παραδείσου
ενώ οι άγγελοι θ' ανάβουν τ' αστέρια για να φωτίζουν
τ' άλλα παιδάκια που μείνανε κάτου στον κάμπο..."