Δημήτρης Μητροπάνος: για να'χει πάντα συντροφιά η εθνική μας μοναξιά

Δημήτρης Μητροπάνος: για να'χει πάντα συντροφιά η εθνική μας μοναξιά

Φωνή από ξύλο, γήινη, δημοτικής καταβολής, δημοσίας χρήσης, βυζαντινή, λαϊκή αλλά όρθια, χωρίς τσακίσματα και λικνίσματα, φωνή – ασφάλεια και βεβαιότητα για αρχαγγέλους που χορεύουν ζεϊμπέικικα, για Ρόζες που πλανεύουν και πλανεύονται, για Άγιους Φεβρουάριους που λατρεύονται, για κείνη την εθνική μοναξιά, που βυθιζόμαστε μέσα της, σα μαύρος βάλτος να μας ρουφάει, χωρίς πια την ελπίδα μιας φωνής όλο Ελλάδα. Χωρίς το Δημήτρη Μητροπάνο. «... Γιατί εδώ, εδώ ειν' ο έρωτας που ξέρουμε, εδώ κι οι πίκρες που μας θέλουν και τις θέλουμε, εδώ κι εμείς για να 'χει πάντα συντροφιά η εθνική μας μοναξιά...»...

Μετά την Ανάσταση, δυο μόλις μέρες, ένας επιτάφιος θρήνος λαού. Για έναν τραγουδιστή, που είχε σοβαρότητα, αξιοπρέπεια και ήθος να στέκεται ορθός και να τραγουδάει με κλειστά μάτια, επικοινωνώντας με τα κατάβαθα της ψυχής του, την μια και μοναδική αλήθεια του, χωρίς να χειροφιλεί τις κυρίες στα πρώτα τραπέζια και να σπάει τη μέση του με υποκλίσεις σε ισχυρούς. Έναν τραγουδιστή που δεν σφιχταγκαλιάστηκε με καμία εξουσία, αλλά στάθηκε δέντρο, ελιά πρασινοχρυση σε πόνους και έννοιες, μέχρι τέλους. Και το τέλος ήταν ξαφνικό, απρόσμενο και μας βρήκε ανύποπτους να φοβόμαστε σα λαός που μένουμε μόνοι, με την αταλαντοσύνη, τη χαμένη μας ελληνικότητα, τη λησμονιά, τις απαγορεύσεις. «Σε λίγο θα απαγορεύσουν και το κλαρίνο και θα παίζει ότι έχει σχέση με το αγγλόφωνο, με το «ντάπα - ντούπα» γιατί αυτή είναι η μουσική τους παιδεία» έλεγε σε μια από τις ελάχιστες συνεντεύξεις του – τρόπαια για όσους δημοσιογράφους, τις κατακτούσαν. «Τι να κάνουμε; Δικοί τους σταθμοί είναι, δεν μπορούμε να επέμβουμε εμείς. Αν θέλει η Πολιτεία να κάνει κάτι, ας το κάνει. Αλλά δεν βλέπω να κάνει τίποτα. Εγώ, αν ήμουν δημιουργός θα είχα το δικαίωμα να απαγορεύσω να παίζουν τα τραγούδια μου. Σαν ερμηνευτής δεν μπορώ».

Και αν μισούσε κάτι, ο Δημήτρης Μητροπάνος ήταν οι απαγορεύσεις. Και έχει ζήσει πολλές. Όπως όταν ο πρώτος του δίσκος που ηχογράφησε απαγορεύτηκε απ' τη χούντα. Και όσες απαγορεύσεις είχε ζήσει, άλλες τόσες επαναστάσεις είχε ξεκινήσει και κερδίσει.

Γεννήθηκε στην Αγία Mονή, μια γειτονιά έξω από τα Τρίκαλα στις 2 Απριλίου του 1948. Μεγάλωσε χωρίς τον πατέρα του, τον οποίο γνώρισε στα 29 του χρόνια. Και τότε χρόνια σκοτεινιάς, αποκλεισμών και ορίων. Ένας εμφύλιος, ντροπή και κατάρα. Κουρελιασμένες ζωές, ιδέες, όνειρα. Μέρες ασπρόμαυρες, με καμία αστραπή κόκκινου, κάπου κάπου, από αίμα ή από σημαία ηρώων. Το αγόρι νόμιζε μέχρι τα 16 του, πως ο πατέρας του είχε σκοτωθεί στον εμφύλιο, απ' τα πυρά του τακτικού στρατού, πολεμώντας για έναν κόσμο δικαιοσύνης και ισότητας, έναν κόσμο που ποτέ δεν υπήρξε. Εκείνο το αγόρι λοιπόν, ζει στην ορφάνια του και δουλεύει σκληρά, άντρας αυτός για την οικογένεια του. Σερβιτόρος, κορδέλες κοπής ξύλων, δουλείες του ποδαριού. Ποτέ δεν σκέφτηκε πως θα γινόταν τραγουδιστής, ποτέ δεν θέλησε, ποτέ δεν μάντεψε το μέλλον του, το χρεωμένο με ένα έθνος. Στα 16 του, ένα γράμμα απ' την Ρουμανία. Ο πατέρας του ζει! Οι αλλαγές βάζουν σφραγίδα. Πρέπει να μάθει να ζει χωρίς την δεδομένη ορφάνεια, αλλά με την απαγόρευση για άλλη μια φορά αυτών που είναι οι δυνατότεροι όλων. Αυτών που έχουν την Ιστορία κλειδωμένη σε κελιά και όχι ελεύθερη σε φωνές τραγουδιστών.

Οδός Αχαρνών. Το 1964, κατεβαίνει στην Αθήνα να ζήσει με τον θείο του. Αρχίζει το τραγούδι. «Κάνω μια δουλειά που την αγαπάω, που μου προσφέρει πάρα πολλά. Έτσι κι αλλιώς, όλες οι δουλειές έχουν τα καλά τους, τα κακά τους, τα πάνω τους, τα κάτω τους. Κι αυτή η δουλειά είναι μια ανάλογη. Το καλό είναι ότι σε αυτή, εισπράττεις κατευθείαν από τον κόσμο αυτό που έχει να σου δώσει και αυτό είναι το μεγαλείο της» λέει δεκαετίες μετά.

Περιπέτεια υγείας και ζωής! Αρρώστιες και αγώνας επιβίωσης. Η γυναίκα του η Βένια, οι δυο του κόρες και μια πολύτιμη αδελφή.«Η αδελφή μου τόλμησε και μου έκανε το πιο σημαντικό δώρο ζωής, το ένα της νεφρό. Μπαίνοντας στο πρόβλημα, είδα πόσο εμετική είναι η κατάσταση στη χώρα μας. Γίνεται κανονικά αγοραπωλησία οργάνων. Πουλάνε σπίτια οι άνθρωποι για ένα μόσχευμα που μπορεί να μην το πάρουν ποτέ, γιατί κάποιος άλλος έδωσε περισσότερα χρήματα. Εδώ στην Ελλάδα με είχαν ξεγραμμένο. Άνοιξαν την αδελφή μου, άνοιξαν εμένα, μας ξαναέκλεισαν και μου είπαν "Δεν γίνεται τίποτα, ξέχνα το". Παραιτήθηκα. Δεν έτρωγα, δεν κοιμόμουν. Η μόνη μου σκέψη ήταν τα παιδιά μου και η γυναίκα μου. Έλεγα ότι δεν θα μπορέσω να ζήσω κάνοντας αιμοκάθαρση μια ζωή, γιατί αυτό δεν είναι ζωή». Και συνέχισε. Με μνήμη.

Θυμάται τον Καζαντζίδη στο σπίτι που ζούσε με την Μαρινέλλα, να του λέει, «έλα, κάτσε να τραγουδήσουμε μαζί» και να παίζει κιθάρα και εκείνος –παιδάκι ακόμη- να ντρέπεται όχι μόνο στόμα ν' ανοίξει αλλά και να τον κοιτάξει. Οι μεγάλοι και οι σπουδαίοι δημιουργοί στην ζωή του. Η εκτίμηση. Ο σεβασμός. Οι αρχές. Το Ηρώδειο που δε του δόθηκε γιατί τραγουδούσε στα μπουζούκια. Ειλικρινής πάντα, είπε πρόσφατα για τα μπουζούκια: «Αυτοί που λένε ότι τα μπουζούκια είναι γεμάτα δεν πάνε στα μπουζούκια. Παλιά συνέβαινε αυτό. Τώρα όχι. Σε λίγο θα κλείσουν. Όλα θα κλείσουν, δεν θα υπάρχει τίποτα. Όταν τελειώσουν και με τις τελευταίες διαπραγματεύσεις θα γίνει κανονικά η κηδεία της Ελλάδας. Θα μας τα πάρουν όλα. Τα παιδιά θα φύγουν για έξω και... «τέλος μείνανε βουβοί και γεμάτοι οι καφενέδες από γέρους και χαφιέδες που μιλάν για προκοπή». Αυτοί θα είμαστε...»... Σοφά, πάντα λαϊκά, στέρεα, αντρίκια λέει πως «Η Ιστορία δείχνει ότι δυστυχία κι άνθηση των τεχνών πάνε μαζί. Αυτό είναι καλό για την τέχνη, αλλά κακό για τη ζωή μας». Και πάει και αυτός... στο τέλος; Αλήθεια, όπως το' πε, «στο τέλος μείνανε βουβοί και γεμάτοι οι καφενέδες από γέρους και χαφιέδες που μιλάν για προκοπή»...