Ουδείς προφήτης στον τόπο του
Ο διεθνής Έλληνας χορογράφος-σκηνοθέτης Andonis Foniadakis αποθεώθηκε εχθές το βράδυ στο Sao Paulo της Βραζιλίας, σε μία παράσταση-σταθμό για τα δεδομένα του σύγχρονου χορού.
Μερικές φορές απορώ πως τολμάμε και ξεχνάμε εμείς οι Έλληνες τόσο εύκολα το ταλέντο που τόσο απλόχερα μας χάρισε εκ γενετής η ελληνική μας παράδοση και ιστορία, αιώνες τώρα. Ένα ταλέντο που κακοποιούμε βάναυσα καθημερινά, πολεμώντας το με σύμμαχο τη βλακεία και την απόλυτη μετριότητα.
Με μια ενοχλητική στωική ανεκτικότητα, έναν κομπλεξισμό κατωτερότητας που γαλουχηθήκαμε από μικροί και το κλασσικό «τι να κάνουμε» αφήνουμε τη ζωή να γλιστρά από τα χέρια μας, καθώς απλά προσπαθούμε να «πασαλείψουμε» τα λάθη, με δεδομένο ότι η χρονιά που διανύουμε είναι σίγουρα η χειρότερη της νεότερης ιστορίας μας. Η ευθύνη βαραίνει εμάς και κανέναν άλλον. Βέβαια, προσπαθούμε να «σωθούμε» και να αλλάξουμε, όχι όμως με ουσιαστικούς, πρακτικούς τρόπους βελτίωσης, αλλά απλά με φωνές, παραφιλολογία και «κινδυνολαγνεία» στο μέγιστο. Κάτι που στην Ελλάδα το έχουμε αναγάγει προσφάτως και σε επικερδές επάγγελμα.
Κι όμως εκεί έξω, στον παγκόσμιο, πολύ δύσκολο στίβο της ανταγωνιστικής δημιουργικότητας, έχουμε άξιους πρεσβευτές της ελληνικής ψυχής και του ταλέντου σε καλλιτεχνικό, ιατρικό, επιχειρηματικό επίπεδο. Με μοναδικό οδηγό τη σκληρή δουλειά, τη συνεχή βελτίωση και το αχαλίνωτο πείσμα, ξεπερνάνε τον εαυτό τους και θριαμβεύουν. Τα στοιχεία, λοιπόν, αυτά έκαναν τους Βραζιλιάνους θεατές χθες βράδυ, να ξεσπάσουν σε παρατεταμένο χειροκρότημα και επευφημίες υστερικού θαυμασμού, σε ένα κατάμεστο θέατρο, δευτερόλεπτα αφότου έκλεισε η κουρτίνα στο φινάλε της παράστασης που χορογράφησε και σκηνοθέτησε για το Balé De Cidade of Sao Paulo ένας Έλληνας.
Ηθικός αυτουργός αυτού του θριάμβου, ο καταξιωμένος στους κύκλους του επαγγελματικού χορού διεθνώς, Andonis Fοniadakis. Με το συμβολικό τίτλο «Paradise Lost», τριάντα οκτώ από τους καλύτερους χορευτές της ομάδας πρωταγωνιστούν σε ένα χορόδραμα επικών διαστάσεων με ταλέντο και χορευτικές τεχνικές απείρου κάλλους, που ξεδιπλώνονται στους θεατές τόσο ολοκληρωμένα που ξεχνούν ότι το βλέπουν και νομίζουν ότι το φαντάζονται.
Η πολυπλοκότητα της σκέψης και η γνώση των δυνατοτήτων του ανθρώπινου σώματος για τον Foniadakis, ξεδιπλώνονται οπτικά μέσα σε πενήντα λεπτά συνεχούς κρεσέντο, σαν πολύτιμος θησαυρός, που τον μετράς κομμάτι-κομμάτι, πανευτυχής που τον ανακάλυψες.
Το έργο ξεκινάει με όλη την πολυπληθή χορευτική ομάδα σαν ένα digital, πολύχρωμο ανθρώπινο μπουκέτο, που κινείται σε συνδυασμούς, άλλοτε ρομαντικά και ντελικάτα και άλλοτε δαιμονισμένα. Ευχαριστιούνται σαν ένας άλλος κήπος της Βαβυλώνας καθετί θεμιτό και αθέμιτο τους παρέχεται μέσα στο περιβάλλον της αμαρτίας και της αφθονίας που τους περιβάλει. Αρχαιοελληνικές αναφορές με έντονο το κρητικό στοιχείο της καταγωγής του χορογράφου με Πυθίες και Σαλώμες να λικνίζονται ονειρικά, αψηφώντας κυριολεκτικά τη βαρύτητα, σαν ονειρεμένες οπτασίες με τεράστιες μαύρες, διάφανες πλισέ φούστες, που αποτελούν όχι μόνο τον προστατευτικό τους μανδύα, αλλά και ένα θανατηφόρο όπλο σαγήνης πάνω από το γυμνό τους κορμί.
Τα κοστούμια επιμελήθηκε η νέα δύναμη στο χώρο της avant-garde βραζιλιάνικης μόδας, ο Joao Pimenta. Oι κλασικές αναφορές των κολεξιόν του με έντονη την θρησκευτική αναφορά -καθολικές καλόγριες, παπαδοπαίδια-, οι γραμμικές σιλουέτες, αλλά και gothic tribal στοιχεία είναι παρόντα σε εξαιρετικές δόσεις δημιουργικότητας. Αλλά και τα μινιμαλιστικά κοστούμια των άγριων ζώων του δάσους στη συνέχεια και οι μάσκες που σχεδόν μεταλλάσσονται φωτιστικά στα κεφάλια των χορευτών, αφηγούνται κι αυτά την δική τους παράλληλη ιστορία.
Όλα μα όλα παίρνουν ζωή και ανάσα υπό τους ήχους της συγκλονιστικής αυθεντικής μουσικής, από το μόνιμο συνεργάτη του Andonis, Γάλλου Julien Tarride. Ένα μουσικό soundtrack πολυεπίπεδου μουσικού χαρακτήρα που δανείζεται την βιαιότητα των τύμπανων μίας παγανιστικής τελετής σε συνδυασμό με τον ρομαντισμό και την ουτοπία που μόνο οι νότες μιας άρπας μπορούν να καταφέρουν, κάνοντας όλο το μουσικό κομμάτι αυτόματα συλλεκτικό.
Το έργο αν και βασίστηκε κατά τα λεγόμενα του δημιουργού στους πίνακες του Ολλανδού ζωγράφου του 14ου αιώνα Hieronymus Bosch στη δική μου ανάγνωση είναι μία διαμαρτυρία για την παρούσα κατάσταση παραλογισμού, μία πολύ, δηλαδή, εύστοχη απεικόνιση της παρούσας κοινωνικοπολιτικής φάσης, όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και στον υπόλοιπο κόσμο. Γιατί από την απόλυτη ελευθερία, την χυδαία διαθεσιμότητα και τον τεχνητό νεοπλουτισμό, τα δεδομένα αλλάζουν και αναγκάζεσαι να υποταχθείς, να υπηρετήσεις και να υποστείς τις ευθύνες των πράξεών σου. Νέοι νόμοι, νέες συνήθειες, περιορισμός στα θέλω και τα πιστεύω σου με κίνδυνο να αλλοιωθείς για πάντα. Η μήπως τελικά όχι; Ο ρομαντισμός και η ευαισθησία της ανθρώπινης ψυχής παίζονται κορόνα γράμματα για να καταλήξουν σε ένα φινάλε που καθιστά τη λύτρωση μοναδική διαφυγή εξόδου .
Ανάμεσα στις κορυφαίες σκηνές -και είναι πολλές- η σπαρακτική αιχμαλωσία της ελαφίνας, που συμβολίζει τον άνθρωπο στην πιο αγνή του μορφή, από τους δυνάστες κλώνους φύλακες, που ντυμένοι σαν από αιγυπτιακή τοιχογραφία, χορεύουν με τεράστια ξύλινα μινιμαλιστικά σπαθιά, παγιδεύοντας και ταλαιπωρώντας την, θυμίζοντας έντονα την αισθητική παρουσίασης του σχεδιαστή Rick Owens.
Ή ακόμη τις «σειρήνες», ένα κομμάτι μόνο με τα κορίτσια της ομάδας, που κατά κάποιο τρόπο πρωταγωνιστούν στο έργο, που προχωρώντας αριστοτεχνικά μιμούμενες ρομποτικό βάδισμα άγριων ζώων, έρποντας σαν φίδια και παρασύροντας σαν μάγισσες το κοινό, κρατούν τεράστιες κρυστάλλινες μπάλες , ψιθυρίζοντας σαν ερινύες και έτοιμες να επιτεθούν σαν κόμπρες, που παραφυλούν για το ένα και τελικό, θανατηφόρο δάγκωμα.
Το φινάλε είναι κυριολεκτικά ένα κινούμενο έργο τέχνης φωτισμένο και χορογραφημένο σαν ένας πραγματικός πίνακας που ζωντανεύει, με τους πρωταγωνιστές, τα κοστούμια και τη μουσική σε συγκλονιστική ισορροπία. Μία παράσταση σαν το καλύτερο όνειρο που θέλω να θυμάμαι μία ζωή. Ένας ακόμη λόγος είναι πως αυτό το όνειρο μου το χάρισε ένας συμπατριώτης μου, που αντιστέκεται με τον τρόπο του, υπενθυμίζοντας σε όλους, ότι ο Έλληνας μπορεί να είναι ακόμη αυθεντικός, καινοτόμος και απόλυτα ανταγωνιστικός.
Και καλά θα έκανε το υπουργείο Πολιτισμού –για να μην πω Τουρισμού, γιατί καλύτερη διαφήμιση της χώρας μας από κινήσεις σαν και αυτές δεν πρόκειται να υπάρξει- να φέρει αυτή τη χρονική στιγμή την παράσταση στην Αθήνα με ελεύθερη είσοδο για 'όλους -οι σπόνσορες είναι αρκετά έξυπνοι θα θέλουν να υποστηρίξουν αυτή τη δημιουργία- ώστε να μπορέσει κάθε Έλληνας και Ελληνίδα να αισθανθεί στο πετσί του αυτή την εμπειρία και να βγει από την παράσταση με διάθεση ευφορίας και περηφάνιας για την καταγωγή του.
Οι περικοπές στην τέχνη και την παιδεία είναι έγκλημα για τις μεταγενέστερες γενιές και το μόνο που κάνουν είναι να αποχαυνώνουν και να λοβοτομούν την ελεύθερη σκέψη. Αν αυτό είναι που μας αξίζει, τότε είμαστε άξιοι της μοίρας μας. Εγώ όμως πιστεύω ακράδαντα, ότι η ώρα που θα παραδοθούμε αμαχητί δεν ήρθε ακόμη και μετά από αυτή την δημιουργία βλέπω και πάλι την λαμπρή αρχή για να κατακτήσουμε την υψηλή θέση που αξίζουμε και μας αξίζει στην τέχνη και τη συνείδηση του κόσμου.