Φλιπ φλοπ: ο πιο γλυκός ήχος του καλοκαιριού
Σαγιονάρα σημαίνει αντίο. Κι όμως, το δημοφιλές υπόδημα ποτέ δεν μας αποχαιρέτισε.
Το 1962 μια εταιρία στη Βραζιλία έμελλε να γίνει μια από τις πιο κερδοφόρες επιχειρήσεις παγκοσμίως λανσάροντας τις, διάσημες πια, λαστιχένιες σαγιονάρες της. Οι πολύχρωμες παντοφλίτσες της -που τότε κόστιζαν $3 και ήταν το δημοφιλέστερο υπόδημα ανάμεσα στις νοικοκυρές, τους λιμενεργάτες και τους εργάτες του Σάο Πάολο- δεν ήταν δική τους ανακάλυψη βέβαια.
Τα σανδάλια στηρίζουν τα ράθυμα καλοκαιρινά βήματά μας εδώ και περισσότερα από 6.000 χρόνια και σε διάφορες παραλλαγές τους έχουν βρεθεί σε κάθε γνωστό και άγνωστο πολιτισμό του πλανήτη. Στο Βρετανικό Μουσείο μπορεί να τα δει κανείς σε πάπυρους του 1.500 π.Χ. και σχέδιά τους έχουν βρεθεί σε ναούς και επιτύμβιες στήλες της αρχαίας Αιγύπτου. Οι σαγιονάρες, εμπνευσμένες από τα γιαπωνέζικα ξύλινα zōri ήταν τα σανδάλια που επικράτησαν όλων και παραγκώνισαν κάθε είδους πέδιλο κερδίζοντας την πρώτη θέση στη λίστα των top αντικειμένων της μόδας.
Από την Ιαπωνία (όπου η χρήση τους αναφέρεται από το 794 π.Χ. ακόμα σύμφωνα με την Εγκυκλοπαίδεια Ιαπωνικών Τρόπων και Συνηθειών) ταξίδεψαν στη Δύση μέσω Νέας Ζηλανδίας. Ο Morris Yock λάνσαρε το 1957 στο Όκλαντ τις πρώτες σαγιονάρες και θεωρήθηκε εφευρέτης τους -αν και οι απόγονοι του Βρετανού επιχειρηματία John Cowie, που δραστηριοποιήθηκε στο Χονγκ Κονγκ αμέσως μετά τη λήξη του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, διεκδικούν την ευρεσιτεχνία υποστηρίζοντας πως ο Yock ήταν μόνο εισαγωγέας τους και όχι εφευρέτης τους.
Σε όποιον και αν ανήκει η πατέντα αυτοί που οφείλουμε να ευχαριστήσουμε για την εμφάνισή της σαγιονάρας στη Δύση είναι οι στρατιώτες που επέστρεφαν από την κατεχόμενη Ιαπωνία μετά τον πόλεμο φορώντας το ιδιαίτερα βολικό εύρημά τους. Στα 60's στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Ρώμης οι αθλητές της κολύμβησης τις προτίμησαν για να περιφέρονται εκτός πισίνας και ήταν οι πρώτοι που τους χάρισαν μια κάποια δημοσιότητα.
Τη μεγαλύτερη ώθηση την έδωσε, όντως, η βραζιλιάνικη εταιρία Havaianas που το 2001 ξεκίνησε τις εξαγωγές του περίφημου υποδήματός της και μέχρι σήμερα εξακολουθεί να κατέχει το 10% περίπου της παγκόσμιας παραγωγής. Σαγιονάρες κυκλοφορούν και από δεκάδες εταιρίες και το κόστος κάποιων μοντέλων αγγίζει αστρονομικά ποσά μάλιστα.
Πριν λίγα χρόνια η σαγιονάρα βρέθηκε στα θέματα ημερήσιας διάταξης του Λευκού Οίκου δημιουργώντας προβληματισμό σχετικά με το αν είναι αρκετά ευπρεπές υπόδημα για τους υπαλλήλους του ή όχι. Οι ανησυχίες του ιατρικού κόσμου για ορθοπεδικές κακώσεις στους αστραγάλους -λόγω ανεπαρκούς στήριξης του πέλματος- και οι κατηγορίες για μελανώματα εξ αιτίας της αυξημένης έκθεσης του δέρματος στον ήλιο δεν απέτρεψαν και πολλούς από το να σέρνουν ράθυμα τα βήματά τους πάνω στις τόσο δημοφιλείς πια σαγιονάρες. Νοείται, άλλωστε, καλοκαίρι χωρίς τον χαρακτηριστικό φλιπ φλοπ (από τον οποίο έχουν πάρει το όνομά τους flip flops σα αγγλικά) αργόσυρτο ήχο τους;
extra info: Παρόλο που σαγιονάρα στα Ιαπωνικά σημαίνει αντίο τα ομώνυμα υποδήματα καλωσορίστηκαν όταν κατέφτασαν στη Δύση. Και, όπως διαπιστώνεται, μισό αιώνα και βάλε μετά, ήρθαν για να μείνουν.