Mαρία Γεωργακαράκου: «Aυτοσαρκάζομαι πολύ με το θέμα της τυφλότητας, το χιούμορ τα φτιάχνει όλα»
Η καθηγήτρια ορθοφωνίας/τραγουδιού και μέλος του Φάρου Τυφλών αντιμετωπίζει γελώντας πολλές αντιξοότητες. Αυτή που την πληγώνει, όμως, περισσότερο είναι η απουσία ευκαιριών να εξασκίσει το επάγγελμά της. «Με έχουν ρωτήσει πώς πλαστογράφησα το διδακτορικό μου, γιατί αποκλείεται μία τυφλή να έχει PhD από το Πανεπιστήμιο της Βοστώνης».
«Mε τους φίλους μου στην Αμερική γελάμε συνέχεια με την αναπηρία μου, στην Ελλάδα νομίζω οι άνθρωποι φοβούνται να το σχολιάσουν, φοβούνται να κάνουν χιούμορ με αυτό. Προτιμούν να ΄΄μην το βλέπουν΄’», μας λέει η Μαρία λίγο πριν αρχίσουμε τη συνέντευξη. Χρησιμοποιεί συχνά τη λέξη «τυφλή» στην κουβέντα μας και όταν τη ρωτάω αν είναι ο «σωστός όρος» μου απαντάει πάλι γελώντας «μα φυσικά, τυφλή δεν είμαι;»
Greetings from America
Η ορατότητα των ατόμων με οπτική αναπηρία ξεκινάει από τις λέξεις, από την καθημερινή συμπεριφορά μας απέναντι τους. Ο λόγος δημιουργεί κουλτούρα και οι πράξεις έρχονται να κάνουν αυτόν τον λόγο αποδοχή και κατανόηση. Η Μαρία Γεωργακαράκου είναι μία από τις σπάνιες περιπτώσεις που όταν ξεκινάει να μιλάει, με ή χωρίς κασετοφωνάκι μπροστά της, δεν θες να πατήσεις το pause. Θες να την αφήνεις να μιλάει για ώρες για τα μαθητικά της χρόνια στη σχολή Μωραΐτη, τις σπουδές της στη φιλοσοφική σχολή Αθηνών, το ότι είναι mezzo soprano, έχει διδακτορικό από το πανεπιστήμιο της Βοστώνης στην ιστορική μουσικολογία. Στα 27 της έφυγε για την Αμερική για σπουδές και γύρισε στην Ελλάδα όταν αντιμετώπισε ένα θέμα υγείας η μητέρας της.
Η ζωή της θα ήταν σίγουρα διαφορετική αν είχε μείνει στο εξωτερικό, «θα μπορούσα να δουλέψω, εδώ κάτι τέτοιο είναι πάρα πολύ δύσκολο. Σχεδόν απίθανο. Στα ωδεία δεν θέλουν μία τυφλή καθηγήτρια μουσικής, με έχουν ρωτήσει μάλιστα πώς πλαστογράφησα το διδακτορικό μου. Όχι πώς το πήρα ούσα τυφλή, αλλά πώς το πλαστογράφησα». Και το επαγγελματικό είναι το μοναδικό κομμάτι της συνέντευξης που η Μαρία βγάζει παράπονο και θυμό. Όλος ο υπόλοιπος λόγος της είναι γεμάτος γέλια, αισιοδοξία, δύναμη. Μιλάει για τους μαθητές της, για την αγαπημένη της άρια, για τον σύντροφό της που την κάνει να χαμογελάει κάθε πρωί που ξυπνάει. Είναι τυχερή, ποτέ δεν ένιωσε άτυχη, πήρε και έδωσε αγάπη και έχει σχέσεις ζωής που την καθορίζουν για πάντα.
«Οι τυφλοί άνθρωποι δεν πρέπει να νιώθουν πως δεν είναι χρήσιμοι στην κοινωνία. Υπάρχει μία σχολή στην ψυχολογία που λέει πως οι άνθρωποι είναι παραγωγικοί όταν νιώθουν πως η κοινωνία τους αποδέχεται. Δυστυχώς αυτό δεν συμβαίνει στην Ελλάδα. Είμαι 55 χρονών και εύχομαι να ζήσω για να προλάβω να δω αυτήν την αποδοχή» μας λέει. Την εκνευρίζει το ότι το κράτος έχει δημιουργήσει «επιδοματάκηδες» πολίτες, από την άλλη το καταλαβαίνει όταν κανένα άτομο με αναπηρία δεν έχει τη δυνατότητα να εργαστεί.
Το μότο της είναι μία φράση που υπάρχει σε ένα ντουέτο του 17ου αιώνα, μίας γυναίκας συνθέτριας, «Felix vita»: ευτυχισμένη ζωή. Κάθε τόσο γράφει αυτές τις δύο λέξεις σε χαρτί αντί για το όνομά της όταν θέλει «να παίξει». «Σου αρέσει να παίζεις Μαρία; Πάρα πολύ, χωρίς αυτό η ζωή μας θα ήταν τόσο μονότονη», μου λέει και αρχίζει να τραγουδάει ακαπέλα το «Γιατί πουλί δεν κελαηδείς» που θα πει σύντομα και στο Ηρώδειο. Τόσο αισθαντική και τόσο καθηλωτική που στο άκουσμά του η ζωή έγινε όντως ευτυχισμένη και πήρε το αγαπημένο της χρώμα, το κίτρινο. «Θα σου φανεί περίεργο που ξέρω τα χρώματα αλλά το κίτρινο το θυμάμαι από παιδί όταν έβλεπα κάποιους τόνους, γι’ αυτό για μένα είναι συνώνυμο με την ευτυχία». Ευτυχισμένη ζωή, ευτυχισμένη Μαρία.
Photo credits: Λευτέρης Παρτσάλης
Άκουσε παρακάτω ολόκληρη τη συνέντευξή της:
Δες εδώ ολόκληρο το αφιέρωμα