Βλάσση, έπρεπε μόνο να τραγουδάς για το «Live fast, die young» & όχι να έχουμε 20 χρόνια χωρίς εσένα
«Φοβερό, τρομερό, πάρα πολύ ωραίο», αλλά με τα «άλλα κόλπα» του Μπονάτσου, «Τσε», πέρασαν δύο δεκαετίες. Έφυγε σε ηλικία μόλις 54 ετών. Σε μια εποχή όπου η αυθεντικότητα και το χιούμορ τείνουν να αντικαθίστανται από επιτηδευμένες συμπεριφορές και στυλιζαρισμένες παρουσίες, άνθρωποι όπως ο Βλάσσης Μπονάτσος λείπουν περισσότερο από ποτέ.
Ναι. Αν θέλουμε να λέμε αλήθειες, ο Μπονάτσος ήταν η ζωντανή ενσάρκωση του «Live fast, die young» αφού έζησε τη ζωή του με έκτη ταχύτητα και χωρίς όρια. Και αν υπήρχε κάποιος που θα μπορούσε να τραγουδήσει αυτό το μότο και να το εννοεί απόλυτα, αυτός ήταν ο Βλάσσης.
Όλα στη ζωή του είχαν ένταση και πάθος -είτε ήταν πάνω στη σκηνή με τους Πελόμα Μποκιού, είτε στην τηλεόραση με τις εκπομπές του, είτε απλώς στις καθημερινές του στιγμές.
Είκοσι χρόνια μετά την απώλειά του, η ιδέα ότι θα μπορούσε να ζει μόνο για να μας δίνει αυτό το «ροκ εν ρολ» συναίσθημα παραμένει έντονη. Ήταν από εκείνους που δεν ακολουθούσαν ποτέ τα νόρμες και κατεστημένα, και ίσως αυτός ο ανήσυχος τρόπος ζωής ήταν η δύναμή του αλλά και το πεπρωμένο του.
Τι έγινε ρε παιδιά; Οι Απαράδεκτοι έγιναν 33 και ένα φοβερό, τρομερό, πάρα πολύ ωραίο δάκρυ κύλησε
Δυστυχώς, έφυγε νωρίς, όπως συχνά συμβαίνει με τους ανθρώπους που ζουν με τόση φλόγα και με άγνοια κινδύνου.
Αν υπήρχε τρόπος να αποφύγουμε το «20 χωρίς Βλάσση», θα ήταν ίσως μόνο αν δεν σταματούσε ποτέ να ζει με τον ίδιο τρελό ρυθμό που τον χαρακτήριζε και να προσέχει την υγεία του λίγο περισσότερο θα πουν άνθρωποι από το στενό του περιβάλλον.
Οι ίδιοι άνθρωποι θα πουν ότι ο Βλάσσης δεν ήταν για τους συμβιβασμούς -ήταν για τη δράση, την ταχύτητα, τη ζωντάνια. Και αυτό, τελικά, είναι που τον κάνει αθάνατο στις μνήμες μας.
Όσοι τον γνώρισαν, είτε μέσα από τη μουσική, την τηλεόραση, το θέατρο ή και τις συνεντεύξεις του, θυμούνται έναν άνθρωπο γεμάτο ζωή, με χιούμορ, πάθος και έντονη προσωπικότητα. Ήταν ακριβώς ο τύπος που δεν μπορούσε να περάσει απαρατήρητος, όποια καριέρα κι αν επέλεγε να ακολουθήσει. Είτε πάνω στη σκηνή, είτε μπροστά από τις κάμερες, κατάφερνε πάντα να τραβά την προσοχή, να κάνει τη διαφορά.
Η αρχή με τους Πελόμα Μποκιού
Γεννημένος στις 30 Νοεμβρίου του 1949, η μουσική ήταν η πρώτη μεγάλη του αγάπη. Στις αρχές της δεκαετίας του ’70, με το συγκρότημα Πελόμα Μποκιού, ο Βλάσσης έκανε ένα δυνατό ξεκίνημα στη ροκ σκηνή της Ελλάδας. Το συγκρότημα, με την ιδιαίτερη μουσική του ταυτότητα, έφερε φρέσκο αέρα και κατάφερε να ξεχωρίσει. Τα τραγούδια τους, όπως το «Γαρύφαλλε, Γαρύφαλλε», έγιναν αμέσως αγαπημένα και διαχρονικά.
Το όνομά του συνδέθηκε με την πρωτοπορία στη ροκ μουσική σκηνή της εποχής, κάτι που δεν ήταν εύκολο, ειδικά για την Ελλάδα του ’70.
Ο Βλάσσης δεν ήταν απλώς ο τραγουδιστής του συγκροτήματος. Ήταν η ψυχή της μπάντας. Η σκηνική του παρουσία, γεμάτη ενέργεια και πάθος, σε συνδυασμό με την ιδιαίτερη φωνή του, τον ανέδειξαν ως έναν από τους πιο ταλαντούχους και χαρισματικούς καλλιτέχνες της εποχής. Ήταν ένας αυθεντικός ροκ σταρ, κάτι που δεν βλέπουμε συχνά στην ελληνική μουσική σκηνή.
Ως σόλο τραγουδιστής έχει κυκλοφορήσει τραγούδια όπως «Μεταμορφώσεις», «Εμένα», «Μια Γυναίκα», «Γυναίκες» (soundtrack της σειράς «Στον Αστερισμό Της Γραβάτας»), «Η Ζωή Είναι Μια Τρύπα», «Βιάσου», «Λολίτα το Νυμφίδιο», «Ένας Άντρας Κλαίει Για σένα», «Πες I Love You», «Αγαπάω» και άλλα. Έχει κάνει ντουέτα με την Αλέξια στο «Είσαι Παιδί Μου Πειρασμός», τον Κώστα Τουρνά στο «Έλα Ήλιε Μου» και τον Γιώργο Μαρίνο στο «Ροκ».
Φύγε 'σύ, έλα 'σύ! Το πέρασμα στην τηλεόραση και το θέατρο
Παρά τη μεγάλη του αγάπη για τη μουσική, δεν άργησε να καταλάβει ότι είχε το ταλέντο να κάνει πολλά περισσότερα. Έτσι, πέρασε από τη μουσική στην τηλεόραση και το θέατρο, και άφησε το στίγμα του και εκεί.
Σε νεαρή ηλικία συνεργάστηκε με την Αλίκη Βουγιουκλάκη σε μια από τις πιο αξιομνημόνευτες θεατρικές δουλειές της δεκαετίας του ’80. Η συνεργασία τους είχε αρχίσει όταν ο Βλάσσης πρωταγωνίστησε δίπλα της στο έργο «Εβίτα» το 1981, όπου η Αλίκη υποδυόταν την Εβίτα Περόν, ενώ ο Βλάσσης είχε τον ρόλο του επαναστάτη Τσε Γκεβάρα.
Η χημεία του με την Αλίκη στη σκηνή ήταν μοναδική και η εμπειρία αυτή ήταν καθοριστική για την πορεία του στο θέατρο, καθώς η συνεργασία με μια τόσο σημαντική προσωπικότητα όπως η Βουγιουκλάκη, τον έκανε ευρύτερα γνωστό.
Η συνεργασία τους ήταν το ξεκίνημα μιας βαθιάς φιλίας που κράτησε μέχρι το τέλος της ζωής της Βουγιουκλάκη, με τον Βλάσση να παραμένει δίπλα της σε σημαντικές στιγμές.
Το πέρασμά του στην τηλεόραση ήταν μια φυσική εξέλιξη της χαρισματικής του προσωπικότητας, που τον έκανε αγαπητό στο κοινό από την πρώτη στιγμή. Ξεχώρισε ιδιαίτερα μέσα από τη θρυλική σειρά «Οι Απαράδεκτοι», όπου υποδύθηκε τον χαλαρό και εναλλακτικό τύπο, σύντροφο της Ρένιας. Με το αστείρευτο χιούμορ και την αυθεντική του αμεσότητα έδωσε ζωή στον ρόλο, δημιουργώντας έναν iconic χαρακτήρα που αγαπήθηκε από το κοινό.
Με την χαρακτηριστική του αμεσότητα και το μοναδικό του χιούμορ καθόρισε τη δυναμική και των τηλεπαιχνιδιών καθώς μετέφερε απόλυτα τη ζωντάνια του στους τηλεθεατές.
Η ατάκα του «Φοβερό, τρομερό, πάρα πολύ ωραίο!» παραμένει αξέχαστη.
Η προσωπική του ζωή
Όμως ο Βλάσσης δεν ήταν μόνο ταλέντο και χαρισματικός παρουσιαστής. Ήταν ένας άνθρωπος που έζησε έντονα και γεμάτα. Το 1996 παντρεύτηκε τη Μάρθα Κουτουμάνου, κόρη της Ζωής Λάσκαρη, και έναν χρόνο αργότερα απέκτησαν μια κόρη, τη Ζένια.
Όπως θα πουν όλοι όσοι τον γνώρισαν, ήταν ένας τρυφερός πατέρας με βαθιά αγάπη για την οικογένειά του. Παρά την έντονη κοινωνική του ζωή, πάντα έδινε προτεραιότητα στους δικούς του ανθρώπους, και αυτό έδειχνε το βάθος του χαρακτήρα του. Η αγάπη του για τη ζωή, το γέλιο και τους φίλους του ήταν κομμάτι της γοητείας του. Ήταν κάποιος που ήθελες να έχεις δίπλα σου, γιατί η παρουσία του έφερνε φως και χαρά.
Η ξαφνική απώλεια και το κενό που άφησε και μια καριέρα που θα μπορούσε να ήταν ακόμα μεγαλύτερη
Ο Βλάσσης, έφυγε ξαφνικά από τη ζωή, σαν σήμερα 14 Οκτωβρίου του 2004, σε ηλικία μόλις 54 ετών και η είδηση του θανάτου του σόκαρε το πανελλήνιο.
Σύμφωνα με το επίσημο ιατρικό ανακοινωθέν, ο θάνατός του προκλήθηκε από αποφρακτική οιδηματώδη λαρυγγίτιδα και κηδεύτηκε στο Α' Νεκροταφείο Αθηνών με δημοσία δαπάνη.
Η αλήθεια είναι πως ο Μπονάτσος ήταν ένας καλλιτέχνης που, παρότι αγαπήθηκε πολύ, ίσως δεν έλαβε ποτέ την αναγνώριση που πραγματικά του άξιζε όσο ήταν εν ζωή.
Μιλάμε για έναν πολυσχιδή καλλιτέχνη με το ταλέντο και την προσωπικότητα να ξεχωρίζει σε ό,τι κι αν καταπιανόταν. Από τη ροκ σκηνή και την τηλεόραση μέχρι το θέατρο, το χιούμορ και η αμεσότητά του αποτελούσαν αδιαχώριστο κομμάτι της παρουσίας του.
Σε μια εποχή που οι αυθεντικοί ροκ σταρ σπανίζουν και που η αυθεντικότητα και το χιούμορ τείνουν να αντικαθίστανται από επιτηδευμένες συμπεριφορές και στυλιζαρισμένες παρουσίες, άνθρωποι όπως ο Βλάσσης Μπονάτσος λείπουν περισσότερο από ποτέ.
«Μ΄αρέσει να έχει ο άλλος στόχο και σκοπό, αλλά όχι να είναι ψωνάρα for nothing»
Σε μια δυσεύρετη εκπομπή της αείμνηστης Μαλβίνας Κάραλη με καλεσμένο τον Μπονάτσο το 1991 εκείνος θα πει επίσης τα εξής στην εκπομπή Mea Culpa: «Η επιτυχία είναι πάρα πολύ ωραία, πολύ γλυκιά, αλλά κουραστική. Πρέπει να είσαι διαρκώς στην τσίτα. Έτσι νομίζω εγώ. Ή μάλλον έτσι είμαι εγώ», «Η μόνη υποχρέωση που έχω όταν παίζω ή όταν τραγουδάω είναι να περνάει καλά το κοινό». Εμείς θα πούμε μόνο πως Βλάσση έπρεπε μόνο να τραγουδάς για το «Live fast, die young» & όχι να έχουμε 20 χρόνια χωρίς εσένα.