«Αγαπώ θα πει εγώ αγαπώ. Το τι κάνει ο άλλος είναι δική του δουλειά» - 113 χρόνια Μενέλαος Λουντέμης
«Η λακωνικότερη ιστορία του κόσμου είναι η ιστορία των δειλών ανθρώπων», έλεγε ο Μενέλαος Λουντέμης. Σαν σήμερα γεννιέται ένας σπουδαίος συγγραφέας που βίωσε την προσφυγιά, τη φτώχεια και την εξορία, αλλά ποτέ δεν υπέκυψε στην απελπισία.
Παραφράζοντας Ελύτη, εάν αποσυνθέσεις το αγαπώ, στο τέλος θα δεις να σου απομένουν ένα άλφα, ένα ωμέγα κι όλο το ενδιάμεσο αλφάβητο έτσι όπως μοναδικά το χρησιμοποίησαν ποιητές. Αυτό σημαίνει: με άλλες τόσες λέξεις του αλφαβήτου που έχουν το ίδιο νόημα το ξαναφτιάχνεις. Κι επειδή περισσότερο από ποτέ, ο αγώνας για την αποσύνθεση της αγάπης είναι αδίστακτος, το να παραμείνει κανείς πιστός στις δικές του αξίες και σε όλα όσα πρεσβεύει η αγάπη, είναι η απάντηση. Ή όπως είχε πει ο Μενέλαος Λουντέμης, «Αγαπώ θα πει εγώ αγαπώ. Το τι κάνει ο άλλος είναι δική του δουλειά».
Σαν σήμερα
Γεννημένος σαν σήμερα, στις 14 Ιανουαρίου, το 1906 ή, σύμφωνα με άλλες πηγές, το 1912, ως Δημήτριος Μπαλάσογλου ή Βαλασιάδης, στο χωριό Αγία Κυριακή του Αιγιαλού (Γιάλοβα) στη Μικρά Ασία, ο Λουντέμης βίωσε την προσφυγιά, τη φτώχεια και την εξορία, αλλά ποτέ δεν υπέκυψε στην απελπισία. Μετά τον Μεγάλο Ξεριζωμό της Μικρασιατικής Καταστροφής, εγκαθίσταται με την οικογένειά του πρώτα στην Αίγινα και έπειτα στην Έδεσσα. Μέσα από συνεχείς μετακινήσεις –από την Έδεσσα σε ένα οικοτροφείο της Κοζάνης κι από εκεί στο Βόλο, ακολουθώντας κάποιο περιφερόμενο «μπουλούκι» της εποχής– καταλήγει τελικά στην Αθήνα, όπου συνδέεται στενά με κορυφαίες προσωπικότητες της ελληνικής λογοτεχνίας, όπως ο Κώστας Βάρναλης, ο Άγγελος Σικελιανός και ο Μιλτιάδης Μαλακάσης.
Ένα Όσκαρ στο χιλιοειπωμένο Καληνύχτα Κεμάλ του Μάνου & τον κόσμο του Χατζιδάκι που δεν άλλαξε ποτέ
Από τα πρώτα χρόνια της προσφυγιάς, όταν εργαζόταν ως λαντζιέρης και λούστρος, μέχρι την εξορία του στη Μακρόνησο και τον Άι Στράτη, η πορεία της ζωής του αντανακλά τις ιστορίες των ηρώων του. Ο ίδιος βίωσε από νωρίς τις αντιφάσεις της κοινωνίας σε βάθος, και κάθε του έργο αποτελεί μια αυθεντική έκφραση αυτού του εσωτερικού και κοινωνικού αγώνα.
Η ταυτότητά του
Το λογοτεχνικό του ψευδώνυμο εμπνεύστηκε από τον ποταμό Λουδία, της μετέπειτα πατρίδας του. Χωρίς αμφιβολία, η επιλογή αυτή αποκαλύπτει και το βαθύ συναισθηματικό δέσιμο με τις ρίζες του και το όνομά τους έγινε σύμβολο αντίστασης και ελπίδας, χρησιμοποιώντας το ως όχημα για την έκφραση του κοινωνικού του μηνύματος. Με τον τρόπο αυτό, ενσωμάτωσε συνειδητά την εθνολογική του ταυτότητα στο έργο του, μεταδίδοντας στους αναγνώστες του τόσο τη θλίψη του πρόσφυγα όσο και την ανθεκτικότητα που αποκτά ο άνθρωπος όταν αναγκάζεται να εγκαταλείψει όσα αγαπά.
Ουσιαστικά, ήταν ένας συγγραφέας που ποτέ δεν θέλησε να ξεφύγει από την πραγματικότητα που βίωνε. Με το έργο του να είναι έντονα επηρεασμένο από τη ζωή του ως πρόσφυγα και τις κοινωνικές αναταραχές της εποχής, ξεκίνησε την πορεία του στη λογοτεχνία σε πολύ νεαρή ηλικία, δημοσιεύοντας ποιήματα το 1927-1928. Η πρώτη φορά που χρησιμοποίησε το ψευδώνυμό του ήταν το 1934, στο διήγημα «Μια νύχτα με πολλά φώτα κάτω από μια πόλη με πολλά αστέρια».
Η ποιητική του φωνή ήταν άρρηκτα συνδεδεμένη με την απλότητα της ανθρώπινης καθημερινότητας και την αποδοχή των κοινωνικών ανισοτήτων. Όπως ο ίδιος είχε δηλώσει, δεν τον ενδιέφερε η Τέχνη ως αυτοσκοπός, αλλά η καταγραφή της αλήθειας και των βιωμάτων του λαού του. Το λογοτεχνικό του ύφος χαρακτηριζόταν από μια «ερασιτεχνική» γραφή, την οποία υπηρέτησε με απόλυτη συνείδηση, επιδιώκοντας τη διατήρηση της αυθεντικότητας.
Η πένα του
Επηρεασμένος από τον σοσιαλιστικό ρεαλισμό, αποτύπωσε τις κοινωνικές ανισότητες και τις καθημερινές δυσκολίες με τρόπο που, αν και αγγίζει τη μελοδραματικότητα, διατηρεί την αμεσότητα και την αλήθεια. Η γραφή του ήταν βαθιά βιωματική, γεμάτη ζωντανές εικόνες και συναισθήματα που ανέτειναν μπροστά στον αναγνώστη. Οι ήρωές του ήταν πάντα άνθρωποι του περιθωρίου, αντιμέτωποι με έναν κόσμο που τους αρνιόταν μια θέση, αποκαλύπτοντας τις κοινωνικές αντιφάσεις με ειλικρίνεια και ευαισθησία.
Το έργο του, που συχνά αναφέρεται στον συγγραφέα ως «ο Μαξίμ Γκόργκι της Ελλάδας», αναγνωρίστηκε από νωρίς, με την απονομή του Κρατικού Βραβείου Πεζογραφίας το 1938 για την ιστορία του «Τα πλοία δεν άραξαν». Ωστόσο, η πραγματική του καταξίωση ήρθε αρκετά χρόνια αργότερα, με τη βράβευσή του με τη Χρυσή Δάφνη στο Παρίσι το 1951 και την καθιέρωση του βραβείου «Μενέλαου Λουντέμη» από την Ελληνική Εταιρία Λογοτεχνών, που τιμά τη διαρκή αξία του έργου του και την επιρροή του στην ελληνική λογοτεχνία.
«Βουρκωμένες Μέρες»
Στη διάρκεια της Κατοχής, ο Μενέλαος Λουντέμης συμμετείχε ενεργά στην Εθνική Αντίσταση, υπηρετώντας ως γραμματέας της οργάνωσης διανοουμένων του ΕΑΜ. Στον Εμφύλιο, συνελήφθη και δικάστηκε με την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας, καταδικάστηκε σε θάνατο, αλλά η ποινή του δεν εκτελέστηκε. Αντίθετα, οδηγήθηκε στην εξορία, σε στρατόπεδα συγκέντρωσης στη Μακρόνησο και στον Άι Στράτη, όπου βρέθηκε μαζί με άλλες εξέχουσες προσωπικότητες, όπως ο Μίκης Θεοδωράκης, ο Γιάννης Ρίτσος, ο Μάνος Κατράκης, ο Θέμος Κορνάρος και πολλοί άλλοι.
Βλάσση, έπρεπε μόνο να τραγουδάς για το «Live fast, die young» & όχι να έχουμε 20 χρόνια χωρίς εσένα
Το 1956, μεταφέρθηκε από τον τόπο εξορίας του στην Αθήνα για να δικαστεί. Η κατηγορία αφορούσε το βιβλίο του «Βουρκωμένες Μέρες», το οποίο, σύμφωνα με το κατηγορητήριο, περιείχε «προπαρασκευαστικές πράξεις εσχάτης προδοσίας». Στη δίκη, βασισμένη στον εμφυλιοπολεμικό νόμο 509/47, οι μάρτυρες υποστήριξαν ότι το έργο του «προπαγανδίζει τας πολιτικάς του ιδέας, θίγει την έννοια του κράτους, κλονίζει την εμπιστοσύνη του λαού στη Δικαιοσύνη και καλλιεργεί το μίσος».
Στο πλευρό του στάθηκαν διακεκριμένες πνευματικές προσωπικότητες, όπως οι Άγις Θέρος, Γιώργος Θεοτοκάς, Κώστας Βάρναλης, Στράτης Δούκας, Ασημάκης Πανσέληνος και Κώστας Κοτζιάς, τονίζοντας πως το έργο του είναι «ένα εξαιρετικό δημιούργημα, γεμάτο αγάπη για τον άνθρωπο και πίστη στο μέλλον». Κατά την απολογία του, ο Λουντέμης δέχθηκε την παρατήρηση του προέδρου ότι, αν ένιωθε πραγματικά αγάπη για την οικογένειά του, θα έπρεπε να είχε αποκηρύξει το ΚΚΕ. Η απάντησή του έμεινε ιστορική:
«Χρειάστηκαν εκατομμύρια χρόνια για να γίνουν τα τέσσερα πόδια δύο. Δεν θα τα κάνω πάλι τέσσερα εγώ».
Μετά τη δίκη, που συνοδεύτηκε από την απαγόρευση κυκλοφορίας των βιβλίων του, το κλίμα στην Ελλάδα έγινε ασφυκτικό για τον Λουντέμη. Εκπατρίστηκε στο Βουκουρέστι, όπου συνέχισε το συγγραφικό του έργο με σθένος και όραμα, αν και πάντα νοσταλγούσε την πατρίδα. Σε γράμμα του προς έναν φίλο, έγραφε: «Ένα ελληνικό καφεδάκι... μια ρετσίνα...». Κατά τη διάρκεια της δικτατορίας του Παπαδόπουλου, έχασε την ελληνική του ιθαγένεια, την οποία ανακτά μετά τη Μεταπολίτευση.
Το 1976, ο Λουντέμης επέστρεψε στην Ελλάδα, αλλά δεν έζησε πολύ για να χαρεί την επάνοδό του. Λίγους μήνες μετά την επιστροφή του, πέθανε από καρδιακή προσβολή και ετάφη στο Α' Νεκροταφείο Αθηνών. Ο Λουντέμης στις 22 Ιανουαρίου του 1977 - ένα χρόνο μετά την επιστροφή του απ’ τη Ρουμανία, άφησε πίσω του μια αξιοσημείωτη πνευματική κληρονομιά, περίπου 45 βιβλίων.
113 χρόνια μετά
113 χρόνια μετά τη γέννησή του, θα μπορούσαμε να πούμε πως η ζωή και το έργο του Λουντέμη είναι μια συνεχής πράξη αγάπης και πίστης στις αξίες του. Με τα λόγια του ίδιου, «Αγαπώ θα πει εγώ αγαπώ. Το τι κάνει ο άλλος είναι δική του δουλειά», αναδεικνύεται η σημασία του να παραμένει κανείς αληθινός στον εαυτό του και στην ασυμβίβαστη πλευρά της ιστορίας.
Της ιστορίας μιας εποχής που η «αποσύνθεση της αγάπης» μοιάζει να γίνεται μεθοδικά. Εκείνος, ως σύμβολο αντίστασης, αρνήθηκε να κάνει «τα δύο πόδια τέσσερα», όπως είπε στη θρυλική του απολογία, υπερασπιζόμενος όχι μόνο τις πεποιθήσεις του, αλλά και την αλήθεια της τέχνης του. Εμείς;
Εμείς για αρχή ίσως θα ήταν καλό να δούμε, πως 113 χρόνια μετά, ο Λουντέμης μάς υπενθυμίζει πως το αλφάβητο της αγάπης είναι γραμμένο με λέξεις που δεν αποσυντίθενται ποτέ. Είναι επίσης καλό να θυμόμαστε πως το να παραμείνει κανείς πιστός στις αξίες του, είναι το αντίδοτο στη συναισθηματική αποσύνθεση που η σύγχρονη πραγματικότητα φαίνεται να προάγει.
Μενέλαος Λουντέμης, 1912-1977
Έλληνας συγγραφέας
Κείνος που στ’ αληθινά αγαπά το Λαό δε γίνεται ποτέ αρχηγός του, γίνεται υπηρέτης του.
Αν είσαι καλός πού ’ναι οι οχτροί σου;
Φτηνά τη Λευτεριά δεν την πουλούν πουθενά. Ούτε και τη χαρίζουνε. Όσοι την πήραν χάρισμα τη χαράμισαν.
Η πρώτη κραυγή του ανθρώπου είναι το κλάμα. Από ‘κει και πέρα, οι άνθρωποι ή παραμένουν άνθρωποι και κλαίνε ή γίνονται τέρατα, και κάνουν τους άλλους να κλαίνε.
Όλες οι συμφορές στον κόσμο απ’ τα παρακάλια έγιναν.
Τώρα που χρειάζονταν τα νιάτα, ήρθαν τα γηρατειά…
Η λακωνικότερη ιστορία του κόσμου είναι η ιστορία των δειλών ανθρώπων.
Όλοι χρωστάμε κάπου ένα σ’ αγαπώ και μια συγνώμη.
Στην αγάπη δεν υπάρχουν δρόμοι έτοιμοι, τους φτιάχνεις εσύ.
Οι αρχαίοι Έλληνες που διαφωνούσαν σ΄ όλα, συμφωνούσαν μόνο σ΄ ένα πράμα: ότι ήταν αδύνατο να συμφωνήσουν.
Ο Λουντέμης δημιούργησε μια εκτενή και πολύπλευρη λογοτεχνική παραγωγή, καλύπτοντας ένα ευρύ φάσμα ειδών.
Από την αρχή της πορείας του, με τα διηγήματα «Τα πλοία δεν άραξαν» (1938) και «Περιμένοντας το ουράνιο τόξο» (1940), ως τα πιο ώριμα έργα του, όπως το μυθιστόρημα «Οι κερασιές θ' ανθίσουν και φέτος» (1956), τα έργα του χαρακτηρίζονται από την ειλικρίνεια, την κοινωνική κριτική και την αμεσότητα. Στα μετέπειτα έργα του, όπως «Το ρολόι του κόσμου χτυπά μεσάνυχτα» (1963) και «Η φυλακή του Κάτω Κόσμου» (1964), αναδεικνύει τις αντιφάσεις της ανθρώπινης φύσης και τη σύγκρουση ατομικών και κοινωνικών δυνάμεων. Παράλληλα, με τα μυθιστόρηματα «Συννεφιάζει» (1946) και «Καληνύχτα ζωή» (1946), επέκτεινε τη θεματολογία του, εξερευνώντας την προσωπική τραγωδία, την υπαρξιακή αγωνία και την πολιτική κατάσταση της εποχής. Εντυπωσιακή είναι και η ποιητική του παραγωγή, όπως η ποιητική συλλογή «Κραυγή στα πέρατα» (1954) και «Το σπαθί και το φιλί» (1967), όπου εκφράζεται η κοινωνική κατακραυγή, η αντίσταση και η μνήμη. Μέσα από τις διάφορες συλλογές και μυθιστορήματα του, όπως τα «Θυμωμένα στάχυα» (1965) και «Της γης οι αντρειωμένοι...» (1976), αποτυπώνει την κοινωνική του συνείδηση, ενώ το έργο του διευρύνεται και με θεατρικά έργα, όπως «Θα κλάψω αύριο» (1975) και «Ταξίδια του χαμού» (1975).
Ιδιαίτερη αναφορά αξίζει και το μυθιστόρημα «Ένα παιδί μετράει τ' άστρα» (1956), το οποίο αποτέλεσε μια από τις κορυφαίες στιγμές της λογοτεχνικής του πορείας, συνδυάζοντας το θέμα της παιδικής αθωότητας με τις κοινωνικές προκλήσεις της εποχής.
Μενέλαος Λουντέμης - 4 Ποιήματα
Ἐρωτικὸ κάλεσμα
Ἔλα κοντά μου, δὲν εἶμαι ἡ φωτιά.
Τὶς φωτιὲς τὶς σβήνουν τὰ ποτάμια.
Τὶς πνίγουν οἱ νεροποντές.
Τὶς κυνηγοῦν οἱ βοριάδες.
Δὲν εἶμαι, δὲν εἶμαι ἡ φωτιά.
Ἔλα κοντά μου δὲν εἶμαι ἄνεμος.
Τοὺς ἄνεμους τοὺς κόβουν τὰ βουνά.
Τοὺς βουβαίνουν τὰ λιοπύρια.
Τοὺς σαρώνουν οἱ κατακλυσμοί.
Δὲν εἶμαι, δὲν εἶμαι ὁ ἄνεμος.
Ἐγὼ δὲν εἶμαι παρὰ ἕνας στρατολάτης
ἕνας ἀποσταμένος περπατητὴς
ποὺ ἀκούμπησε στὴ ρίζα μιᾶς ἐλιᾶς
ν᾿ ἀκούσει τὸ τραγούδι τῶν γρύλων.
Κι ἂν θέλεις, ἔλα νὰ τ᾿ ἀκούσουμε μαζί.
Ὁ σταχτὺς θάνατος
Θαρροῦσα ὡς τώρα -φίλοι μου καλοί-
θαρροῦσα ὡς τώρα...
πῶς ὅλα τὰ πράματα
βαδίζουν στὴ γῆ
μὲ τὸ ἀληθινό τους χρῶμα.
Ἡ Χαρὰ ἄσπρη.
Ἡ Θλίψη χλωμή.
Ὁ Ἔρωτας ρόδινος
Ο Θάνατος μαῦρος.
Ἔτσι θαρροῦσα...
Καὶ περνοῦσα τὶς μέρες μου,
μὲ τὰ χρώματά μου τακτοποιημένα.
Με τα ὄνειρά μου συγυρισμένα.
Μὲ τὰ ποιήματά μου καθαρογραμμένα...
Γιατὶ ἔτσι τά ῾βλεπα.
Ἔτσι νόμιζα.
Μὰ μιὰ μέρα...
Μιὰ μέρα -φίλοι μου καλοί-
ἕνα σταχτὺ σύννεφο ἄφησε τὸν οὐρανό του
κι ἔπεσε στὴ κάμαρά μου.
Καὶ τότε... ὅλα... ἔχασαν τὸ χρῶμα τους.
Η Θλίψη ἔγινε σταχτιά.
Σταχτιὰ κι η χαρά.
Σταχτὺς κι Ἔρωτας.
Καὶ σταχτύς -ἀλίμονο- κι ο Θάνατος.
Ὦ Σειρῆνα, ἐσύ...
Ἐσὺ ποὺ τά ῾βαψες ὅλα.
Ποὺ τ᾿ ἄλλαξες ὅλα,
γιατί δὲν ἄφηνες τὸ Θάνατο
-τουλάχιστον αὐτόν-
νὰ μὲ πάρει μὲ τ᾿ ἀληθινό του χρῶμα;
Τὸ παραμύθι ἑνὸς ραγισμένου ἔρωτα
Μιὰ φορὰ κι ἕνα καιρό,
ἦταν ἕνα γραμμόφωνο.
Ἕνα ὁλομόναχο γραμμόφωνο.
Μὰ μπορεῖ καὶ νὰ μὴν ἤτανε γραμμόφωνο
καὶ νά ῾ταν μόνο ἕνα τραγούδι,
ποὺ ζητοῦσε ἕνα γραμμόφωνο,
γιὰ νὰ πεῖ τὸ καημό του.
Μιὰ φορὰ κι ἕνα καιρό,
ἦταν ἕνας Ερωτας.
Ἕνας ὁλομόναχος Ἔρωτας
ποὺ γύριζε μὲ μία πλάκα στὴ μασχάλη,
γιὰ νὰ βρεῖ ἕνα γραμμόφωνο
γιὰ νὰ πει τὸ καημό του.
«Ἔρωτα μὴ σὲ πλάνεψαν
ἄλλων ματιῶν μεθύσια
καὶ μέσ᾿ τὰ κυπαρίσια
περνᾷς μὲ μι᾿ ἄλλη νιά;
Ἔρωτ᾿ ἀδικοθάνατε,
Ἔρωτα χρυσομάλλη,
ἂν σ᾿ εἶδαν μὲ μιὰν ἄλλη,
ἦταν ἡ Λησμονιά».
Μιὰ φορὰ κι ἕνα καιρό,
δὲν ἦταν ἕνας ἔρωτας,
δὲν ἦταν ἕνας πόνος.
Ἦταν μισὸς ἔρωτας -μισὸς πόνος-
καὶ μιὰ μισὴ πλάκα,
πού ῾λεγε τὸ μισό της σκοπό:
«Ἔρωτα μὴ σὲ... Ἔρωτα μὴ σὲ...
ἔρωτα μισέ... ἔρωτα μισέ...»
Θέ μου!
Μὰ δὲ βρίσκεται ἕνα χέρι!
Ἕνα πονετικὸ χέρι,
γιὰ ν᾿ ἀνασηκώσει τὴ βελόνα
καὶ ν᾿ ἀκουστεῖ ξανά,
ὁλόκληρος ὁ Ἔρωτας,
ὁλόκληρο τὸ τραγούδι:
«Ἔρωτα μὴ σὲ σκότωσαν
τὰ μαγεμένα βέλη;
Ἔρωτα Μακιαβέλλι.
Τὰ μάτια ποὺ σὲ λάβωσαν,
μὲ δάκρυα πικραμένα,
καρφιά ῾ταν πυρωμένα
καὶ μπήχτηκαν βαθιά».
......................................................
Ποιός μου χτυπᾷ τὸ τζάμι;
Μὴ μοῦ χτυπᾶτε.
Δὲν εἶμαι ῾δῶ.
Ἐδῶ κατοικεῖ ἡ Μοναξιὰ
μὲ μόνιμη νοικάρισα τὴ Πλήξη.
Μὴ μοῦ χτυπᾶτε λοιπὸν τὸ τζάμι.
Μάταια χτυπᾶτε.
Ἐγὼ δὲ μπορῶ ν᾿ ἀνοίξω.
Δὲ μπορῶ νὰ συρτῶ
οὔτ᾿ ὡς τὴ πόρτα τοῦ σπιτιοῦ μου,
οὔτ᾿ ὡς τὴ πόρτα τοῦ ἄλλου κόσμου.
Μὴ μοῦ χτυπᾶτε λοιπὸν τὸ τζάμι.
Δὲν εἶμαι ῾δῶ.
Ἐδῶ εἶν᾿ ἕνα ξερὸ ἔντομο
σ᾿ ἕνα κόσμο, -φέρετρο-
ὅπου ἀπαγορεύεται -μὲ κίνδυνο ἀνάστασης-
ἀκόμη κι ὁ θάνατός σου!
Μὴ μοῦ χτυπᾶτε λοιπὸν τὸ τζάμι.
Κάνετε λάθος.
Λάθος στὸ σπίτι.
Λάθος στὴ πόρτα.
Λάθος στὸν αἰῶνα.
Λάθος. Λάθος. Λάθος!
Γι᾿ αὐτὸ πάψτε.
Πάψτε -γιὰ τὸ Θεό- νὰ μοῦ χτυπᾶτε!
Σᾶς τὸ ξαναλέω- μή!
Ἐδῶ δὲ κατοικῶ ἐγώ.
Ἐδῶ κατοικεῖ μία αἱμοβόρα
κι ἀκροβάτισα ἀράχνη,
ποὺ πρὶν λίγο ἔφαγε μία πεταλούδα.
Μιὰ χρυσή, λεπτὴ πεταλούδα,
ποὺ -ἀλίμονο- εἶχε τ᾿ ὄνομά μου!
Ἄρα δὲν εἶχα ἀγαπηθεῖ, αὐτὸ ἦταν ὅλο
Ἴσως ἀνόητα ὑποδύθηκα τὸ ρόλο
Γελωτοποιοῦ πολὺ μετρίας κλάσης
Λησμονημένος σὲ μιὰν ἄχρηστη ἀποθήκη
Ἠλίθιος κοῦκλος μὲ σπασμένη μύτη
(Τέσσερα Ποιήματα ἀπὸ τὴν συλλογή:
«Κάτω Ἀπὸ Τὰ Κάστρα Τῆς Ἐλπίδας»)
..........................................................................
Οἱ κερασιὲς θ᾿ ἀνθίσουνε καὶ φέτος στὴν αὐλὴ
καὶ θὰ γεμίσουν μ᾿ ἄνθια τὸ παρτέρι.
Πικρὴ ποὺ εἶν᾿ ἡ Ἄνοιξη σὰν εἶσαι δίχως ταίρι!
Πικρὴ πού ῾ν᾿ ἡ ζωή!
Ἄνοιξε τὸ παράθυρο στὴ πρωϊνὴ γιορτή,
γιὰ νά ῾μπουν οἱ μοσχοβολιὲς ἀπὸ τὸ περιβόλι.
Ἂχ κάθε του τριαντάφυλλο καὶ μία πλήγη ἀπὸ βόλι,
εἶναι γιὰ ῾σὲ ποιητή!
Κουράστηκα νὰ σὲ καρτερῶ, Ἔρωτα καὶ νὰ λιώνω,
῾πὰ στὸ βιβλίο τῆς ζωῆς σκυμμένος, μιὰ ζωή.
Μ᾿ ἂν ἤτανε νὰ ῾ρχόσουνα γιὰ ἕνα ἔστω πρωΐ,
χίλια θὲ νά ῾δινα πρωϊνά, νὰ ζήσω ἐκεῖνο μόνο.
-------------------------------------------------
Θρόμβοι αἱματένιοι στοῦ κλαβιέ, κυλῆσαν τὴ καδένα.
Κόκκινη γύρη, ποὺ τὸ δρόμο πῆρε τῆς νοτιᾶς.
Ψυχή, ποὺ θάλασσα ἔγινες, -μιὰ θάλασσα φωτιᾶς-...
Μπαλάντα τοῦ Σοπὲν Νούμερο Ἕνα.
............................................................................
Ἀντίο Γαλήνη τώρα πιά. Ἀντίο σεμνὴ Ἡσυχία
κι ἀντίο ῾σὺ στοχαστικέ μου Ρεμβασμέ,
Χαρὰ ποὺ στ᾿ ἀποδείπνι σου δὲ βρῆκα οὔτε ψιχία
καὶ καλῶς ἦρθες βιαστικὲ καὶ βίαιε Χαλασμέ!
Στάχτη ἡ Ἀγάπη. Ἡ Ἐλπίδα ἀβέβαιη καταχνιά.
Καπνίλα, αἱμόφυρτα φτερά, συντρίμμια, πόνοι...
Μὲς στὶς ρωγμὲς ὁ Θάνατος, σὰ κρύος βοριάς, τρυπώνει
κι οἱ ἄνθρωποι -σφάγια- τόνε προσμένουν στὰ παχνιά!
Ὀρθὴ ἡ Φοβέρα μοναχὰ καὶ μοναχὰ ἡ Ὀργή,
-κλᾶψτε μικροί, ποὺ γιὰ μεγάλοι ῾χατε φτάσει-
Ἡ Δόξα ἐφτερούγισε, λίγο νὰ ξαποστάσει,
ἐπάνω στὰ κεφάλια σας καὶ μίσεψε γοργή!
Μικρὲ Ἑαυτέ, ποὺ γιὰ ἀητὸς ἀνέβαινες κι ἀπὸ ψηλά,
τὸν ἥλιο βάλθηκες, σὰ σύννεφο νὰ ῾σκιώσεις.
Γραμμένο σου ἤτανε σὰ σύννεφο νὰ λιώσεις
καὶ σὰ βροχὴ νὰ πέσεις χαμηλά.
Καὶ τώρα ἀπὸ τὸ χῶμα αὐτό, ποὺ ποτισμένο τό ῾χω ῾γώ
μὲ τῶν ματιῶν μου τὴ βροχὴ καὶ μὲ τὸν ἑαυτό μου,
ζητῶ φωτιά, ἀπ᾿ τὴ στοργὴ τοῦ τελευταίου ἐντόμου,
ν᾿ ἀνάψω, νὰ πυρποληθῶ καὶ νὰ φλεγῶ!
Τοὺς πράους δὲ κατάφερα νὰ τοὺς λατρέψω καὶ νὰ τοὺς
παρηγορήσω πού ῾κλαιαν, πάνω στοὺς ἄδειους μώλους.
Εἶν᾿ ἡ καρδιὰ μ᾿ ὁλόκλειστη γιὰ τοὺς οὐράνιους, δυνατούς.
Καὶ γιὰ τοὺς γήϊνους... καὶ γιὰ ὅλους... καὶ γιὰ ὅλους...
Στιγμὴ δὲ τὴ ξεδίψασα τὴν ἄγρια ῾παντοχή μου,
θλιμμένος κι ὄντας ἔκλαιγα καὶ ποὺ τραγούδαγ᾿ ὄντας...
Καὶ τὸ κοράκι, ποὺ ἀπ᾿ τὰ Ἠλύσια μ᾿ ἔφερε πετώντας,
γιὰ πληρωμή, μοῦ πῆρε τὴ ψυχή μου!
...................................................................................
Καλή μου τέλειωσε ὁ Σοπέν; Ἂ πόσο ὑπέροχη ἤσουν!
Κι ἐγὼ δὲ μπόρεσα ἁπλόν, οὔτ᾿ ἕναν ἔπαινο νὰ βρῶ.
Μὰ πῶς νὰ σὲ παινέψουνε, πῶς νὰ χειροκροτήσουν,
τὰ χέρια τοῦτα ποὺ τριάντα χρόνια, κάμαν στὸ σταυρό;
(Δύο ποιήματα ἀπὸ τὴν Συλλογή
«Οἱ κερασιὲς θ᾿ ἀνθίσουν καὶ φέτος»)