Πότε η μειωμένη σεξουαλική επιθυμία είναι πρόβλημα;
Πρόκειται για ιδιαίτερα συνηθισμένο φαινόμενο, που όμως αντιμετωπίζεται με προκατάληψη.
Η μειωμένη σεξουαλική επιθυμία είναι η πιο συνήθης μορφή σεξουαλικής δυσλειτουργίας που αναφέρουν οι γυναίκες τόσο στις επιδημιολογικές μελέτες όσο και σε ειδικούς γιατρούς προς αναζήτηση βοήθειας. Τα ερευνητικά δεδομένα δείχνουν ότι το ποσοστό των γυναικών που κάποια στιγμή στη ζωή τους αναφέρουν κάποιο πρόβλημα σεξουαλικής επιθυμίας ανέρχεται στο 30-40% του πληθυσμού.
Ωστόσο, το ότι μια γυναίκα περνά μια περίοδο στην οποία δεν την ενδιαφέρει ιδιαίτερα το σεξ, δεν σημαίνει κατ' ανάγκη ότι έχει πρόβλημα ή κάποια σεξουαλική διαταραχή, ειδικά όταν δεν έχει μια σταθερή σχέση. Το θέμα της επιθυμίας είναι τόσο πολυσύνθετο και υποκειμενικό, που δεν υπάρχει κάποια νόρμα που να καθορίζει τι είναι φυσιολογικό και τι όχι. Ορισμένες φορές στο ζευγάρι μπορεί ο ένας να επιθυμεί περισσότερο σεξ και ο άλλος λιγότερο και αυτό να προκαλεί δυσκολίες. Άλλες φορές μπορεί τα πράγματα και οι προτιμήσεις να αλλάζουν με την πάροδο του χρόνου και ανάλογα με τη φάση του κύκλου ζωής του ζευγαριού.
Για να μπει η διάγνωση της διαταραχής μειωμένης σεξουαλικής επιθυμίας, θα πρέπει η γυναίκα να βρίσκεται σε μια κατάσταση η οποία να χαρακτηρίζεται από επίμονη ή επανειλημμένη μείωση ή απουσία σεξουαλικών φαντασιώσεων, σκέψεων και διάθεσης εμπλοκής σε σεξουαλική δραστηριότητα. Επιπλέον, θα πρέπει η παραπάνω κατάσταση να δημιουργεί δυσφορία ή διαπροσωπικά προβλήματα και να μην συνυπάρχει άλλη σεξουαλική διαταραχή η οποία να την προκαλεί.
Υπολογίζεται ότι τα παραπάνω κριτήρια πληροί ένα 12% των γυναικών. Αν μια γυναίκα νιώθει ότι το ζήτημα της ερωτικής επιθυμίας της προκαλεί δυσφορία και στενοχώρια, καλό είναι να αναζητήσει τη βοήθεια ενός ειδικού που θα την βοηθήσει να καταλάβει αν πράγματι έχει διαταραχή μειωμένης επιθυμίας.