Η Ανάσταση του Λαζάρου
Πώς μία μέρα στη Μύκονο κατέληξε σε ολονύχτιο πάρτι αισθήσεων.
Δεν ήμουν σίγουρη για αυτό το ταξίδι. Λίγο η δουλειά που δεν έλεγε να τελειώσει, λίγο οι φίλες μου που βρίσκονταν ήδη στο νησί των Ανέμων, λίγο η ταλαιπωρία του να ταξιδέψω Σάββατο και να γυρίσω Κυριακή, τελικά μου πήρε λίγο παραπάνω από δέκα λεπτά για να πω το ναι στον καλό μου φίλο που θα ήταν η συντροφιά μου για αυτό το Σαββατοκύριακο.
Η διαδρομή μου φάνηκε για πρώτη φορά γρήγορη σαν το πετάρισμα των ματιών όταν εκείνος που σου αρέσει στέκεται απέναντί σου. Ναι, εκείνος που ήθελα ήταν πιο κοντά από όσο θα μπορούσα να υπολογίσω.
Κάπου μεταξύ παραλίας, ξαπλώστρας και γυναικείας συζήτησης με τα κορίτσια κάτω από τον καυτό ήλιο στο Καλό Λιβάδι, τα βλέμματα διασταυρώθηκαν και η καρδιά χτύπησε πιο γρήγορα. Είχα τόσο καιρό να τον δω, από εκείνο το τελευταίο μας ραντεβού, όταν με φίλησε και μου έταξε με λάγνα φωνή, «θα σου τηλεφωνήσω αύριο».
Μπορεί το τηλεφώνημα αυτό να μην έγινε ποτέ, το αγόρι με το πυκνό στιλπνό μαλλί και το φλογερό βλέμμα να εξαφανίστηκε όπως χάνονται τα κουνέλια στα καπέλα των ταχυδακτυλουργών, αλλά η θύμησή του βρισκόταν ακόμα μέσα μου και μόλις είχε ξυπνήσει από το λήθαργό της.
Ένα διστακτικό χαμόγελο, έδωσε σιγά σιγά τη θέση του σε επίμονα βλέμματα, υπαινικτικά μισόλογα και ένα διάλογο που μόνο με τουρνουά τέννις σε κάποιο γαλλικό προάστιο θα μπορούσε να παρομοιαστεί. «Θέλω να σε δω το βράδυ», είπε το αγόρι και το «όχι» όσο σωστό και να φαινόταν, όσο και να το είχα προετοιμάσει όλους αυτούς τους μήνες δε μπορούσα να το αρθρώσω.
Το ραντεβού δόθηκε και λίγο μετά τις δώδεκα έτρεχα βαστώντας το μακρύ μου σοκολατί φόρεμα στα σοκάκια της χώρας, σκουντώντας περαστικούς και τουρίστες. Όχι, η άμαξα δεν έγινε κολοκύθα και το πριγκιπόπουλο στεκόταν εκεί ανάμεσα σε αγνώστους και ξένους με έναν αέρα που θα μπορούσα να ξεχωρίσω από χιλιόμετρα μακριά. Το ένα jack διαδέχτηκε το άλλο, οι αποστάσεις μειώθηκαν και μαζί με αυτές και οι αντιστάσεις σε κάθε πειρασμό.
«Σε γουστάρω αλλά έχω κοπέλα», είπε εκείνος και για πρώτη φορά σαν τα λόγια του να τα φύσηξε ο μανιασμένος αέρας, χαμογέλασα και τον κοίταξα στα μάτια. «Πάμε να φύγουμε», μπόρεσα να ξεστομίσω και πριν καλά καλά το καταλάβω φτάναμε στην άλλη άκρη του νησιού, στον περιβόητο Άγιο Λάζαρο, εκεί όπου θα ζούσα τη δική μου Ανάσταση.
Το ολόγιομο φεγγάρι λουζόταν στην όχθη της παραλίας και καθρεφτιζόταν στα μαύρα της νερά έτοιμο να με ταξιδέψει σε αισθήσεις που δεν είχα εξερευνήσει ξανά. Βλέμματα όλο νόημα, χέρια ενωμένα και φιλιά πυροτεχνήματα έδιναν στη νύχτα μία λάγνα υπόσταση που μάγευε κάθε σκιά των κορμιών μας. Θα μπορούσα να φωλιάσω για ώρες στη ζέστη της αγκαλιάς του, αλλά με πρόλαβε ο Μορφέας που αποφάσισε να μετριάσει το πάθος μου και να αναπαύσει για λίγο το ηλεκτρισμένο μου σώμα.
Δεν ξέρω αν θα τον ξαναδώ, δε θέλησα καν να νιώσω το αντίο στα υγρά του χείλη την επόμενη μέρα, το μόνο που μπορώ να σας πω είναι πως δε μετανιώνω για όσα έζησα, δε στενοχωριέμαι για όσο πόνεσα και δε ματώνω αν τον έχασα. Ίσως κάπου βαθιά μέσα μου ξέρω πως θα ξανασυναντηθούμε!
Χριστίνα, Ετών 29