Ψώνια μέχρι τελικής πτώσης ή εγκράτεια λόγω κρίσης;

Ψώνια μέχρι τελικής πτώσης ή εγκράτεια λόγω κρίσης;

Ένας άμυαλος ανοιχτοχέρης και μια προνοητική επενδύτρια τσακώνονται για το shopping.

Γιάννης, ο κουβαρντάς

Τα ψώνια είναι επένδυση. Από τις συλλεκτικές εκδόσεις εκδόσεις του album «Wounded Rhymes» της Lykke Li και το repackaging του Suburbs των Arcade Fire μέχρι τις προσφορές του asos.com και τις συλλογές του Jean Charles de Castelabajac οι on line αγορές είναι τρόπος ζωής. Σκεφτείτε, ότι στην περίοδο της κρίσης και σε μία ενδεχόμενη πτώχευση οι οικονομίες μας στις τράπεζες θα πάνε χαμένες, αφού δεν θα είναι προσβάσιμες, η κτηματομεσιτική αγορά θα είναι παγωμένη γιατί δεν θα υπάρχει ρευστότητα και το μοναδικό πράγμα που παραμείνει για να σας δίνει χαρά είναι οι μικρές καθημερινές σπατάλες του παρελθόντος που κάνετε για τον εαυτό σας.

Τα ψώνια παντός τύπου είναι μία μικρή καθημερινή επιβράβευση στον εαυτό σας που προσπαθεί τόσο πολύ να αντεπεξέλθει στις ατέρμονες δυσκολίες της ζωής. Είναι ένα τρόπος για να νιώθετε ότι οι κόποι σας δεν πάνε στο βρόντο και όσο πιο συχνά επιδίδεστε σε αυτά τόσο μεγαλώνει ο βαθμός αυτοεκτίμησης σας και σκέφτεστε θετικά. Δεν είναι ανάγκη να είναι όλα ακριβά αντικείμενα ή designer ρούχα, καθώς μπορείτε ένα μέρος του μισθού σας αντί να το αποταμιεύετε, να το ξοδεύετε για εσάς και τα αγαπημένα σας πρόσωπα με αγορές που αντέχει η τσέπη σας. Ή και όχι. Και με αυτό, ναι, εννοώ τις πιστωτικές κάρτες που αν τις φορτώσετε καμία φορά και λίγο παραπάνω δεν έγινε και τίποτα. Εδώ η χώρα χρωστάει άπειρα δισεκατομμύρια, για τα ελάχιστα ευρώ που έκανε το ζευγάρι παπούτσι που θέλατε θα σκάσετε; Καλύτερα να ζείτε έντονα το σήμερα παρά να σας απογοητεύσει το αύριο και να σας βρει και στερημένους από τα χρόνια οικονομίας που κάνατε.

Νάγια, η σφιχτή

Υπήρχε μια περίοδος που σκεφτόμουν ακριβώς με τον ίδιο τρόπο με σένα, αγαπητέ Γιάννη. Πως, δηλαδή, τα ψώνια βοηθάνε στην ανύψωση του ηθικού, πως είναι όμορφο να κάνεις συχνά μικρά δωράκια στον εαυτό σου για να τον ανταμείψεις για τις δοκιμασίες που περνά κάθε μέρα, πως το καλό πράγμα κοστίζει αλλά αξίζει να το πληρώσεις, πως τα συλλεκτικά κομμάτια είναι επένδυση, όποια κι αν είναι η τιμή τους, και πως, στην τελική, μαζί μου θα τα πάρω τα λεφτά για να τα αφήνω να κάθονται στη τράπεζα;

Όσο μεγάλωνα όμως, και μαζί με εμένα μεγάλωναν και οι υποχρεώσεις μου, συνειδητοποίησα το εξής: Θέλω πραγματικά να δίνω 150 ευρώ, στη καλύτερη, για ένα παντελόνι μεγάλης φίρμας που μου το πλασάρουν σε δήθεν «προσφορά», όταν μπορώ με τα ίδια λεφτά να πάρω τρία, εξαιρετικής ποιότητας; Γιατί να ξοδέψω μια μικρή περιουσία σε πράγματα που, ουσιαστικά, δεν τα χρειάζομαι ούτε τα έχω άμεση ανάγκη και απλώς μου «γυάλισαν», όταν με τα ίδια ακριβώς λεφτά μπορώ να κλείσω αεροπορικά, aller-retour, για Παρίσι;

Για την ακρίβεια, όποτε με πιάνει κρίση καταναλωτισμού –γιατί καλώς ή κακώς όλους μας πιάνει, η αλήθεια να λέγεται- τα πρώτα αντεπιχειρήματα που μου έρχονται στο μυαλό έχουν να κάνουν με έξοδα που θα συνεισφέρουν ουσιαστικά στη ζωή μου, τόσο από πρακτικής άποψης όσο και από συναισθηματικής αξίας.

Κατέληξα λοιπόν στο ότι προτιμώ να διαθέτω τα λεφτά μου για ταξίδια, για φεστιβάλ, για δυο-τρία μεγάλα τραπέζια με φίλους μέσα στον μήνα, για μια ωραία ταπετσαρία για το σαλόνι μου ή για ένα αντικείμενο πραγματικά συλλεκτικής αξίας που θα σημαίνει πολλά για μένα, όπως ας πούμε η πεντάτομη, δεμένη, συλλεκτική έκδοση του «The Hitchhiker's Guide to The Galaxy» του Douglas Adams, και όχι για ότι μου κάθεται καλά στο μάτι και εκείνη τη στιγμή θα με κάνει να νιώσω καλά. Γιατί πλέον ξέρω πως στη πορεία θα το μετανιώσω πικρά, όταν καταλάβω πως ξόδεψα λεφτά για κάτι που δεν χρειαζόμουν και ίσως να μη χρησιμοποιήσω και ποτέ, αντί, λόγου χάρη, και μην σου φανεί αστείο, να τα ξοδέψω στο σούπερ μάρκετ για να γεμίσω τη κουζίνα μου για πέντε εβδομάδες.

Όσο για το επιχείρημα σου πως «Εδώ η χώρα χρωστάει άπειρα δισεκατομμύρια, για τα ελάχιστα ευρώ που έκανε το ζευγάρι παπούτσι που θέλατε θα σκάσετε;», να σου υπενθυμίσω απλώς πως η χώρα έφτασε σε αυτό το σημείο, ακριβώς γιατί όλοι μας σκεφτόμασταν τη πάρτη μας και τη καλοπέρασή μας και φορτώναμε τις κάρτες μας μια φορά στο τόσο, όπως λες, γιατί «έπρεπε» να πάρουμε νέο αυτοκίνητο, «έπρεπε» να πάρουμε εκείνο το πανάκριβο Chanel γιατί ήταν μισοτιμής και μετά από όλα αυτά «έπρεπε» να πάμε και διακοπές στη Βιέννη τα Χριστούγεννα γιατί «λένε πως είναι η καλύτερη εποχή του χρόνου για να πας» και να το μάθει και η γειτόνισσα να σκάσει από τη ζήλεια της. Και τώρα, ακριβώς επειδή θεωρούσαμε τα ψώνια ως επένδυση, για το κοινωνικό μας στάτους, περισσότερο, έχουμε καταλήξει να είμαστε οι ίδιοι σε μια βιτρίνα προς πώληση. Με ταμπέλα «Ότι πάρεις 5 ευρώ λόγω διάλυσης». Καταλαβαίνεις.