Η Τασούλα και ο Κίτσος
Παλαιότερα «η φουκαριάρα η μάνα μου» και η αλά Ξανθόπουλος παρουσία του πρωταγωνιστή της διαφήμισης, πιο μετά τα «βρώμικα» και ο «ομορφάντρας», ή ο Τάκης Σπυριδάκης και η σειρά με τον μαφιόζο ιδιοκτήτη ομάδας του «αγαπούλα πούλα», τώρα;
Η Τασούλα και ο Κίτσος και το «τράτζικ». Η διαφήμιση πιο ισχυρή από το προϊόν. Ποιος θυμάται άραγε τι διαφημίζουν όλα αυτά; Τράπεζα, κινητή τηλεφωνία, υπηρεσία πληροφοριών τηλέφωνων; Η ιστορία, οι ερμηνείες, τα σλόγκαν είναι πιο ισχυρά απ'την υπόθεση «διαφήμιση» και κατά πως φαίνεται, τόσο οι ηθοποιοί, αλλά και οι δημιουργοί του σινεμά, μέσα από την σύντομη φόρμα διοχετεύουν την ενέργεια της ταινίας, που πια δεν γίνεται. Διαβάζω κατά καιρούς αντιρρήσεις, για το ιδεολογικό υπόβαθρο του «ομορφάντρα», την Ελλάδα του βρώμικου
και του χουλιγκανισμού που δίνει ή την εικόνα του χωριού, την αν όχι κοροϊδευτική, τουλάχιστον γραφική που έχουν οι «πρωτευουσιάνοι». Να γράφονται κατεβατά και να γεμίζουν σελίδες και να πρέπει να νιώσουμε ενοχές ως κοινό γιατί «βουλιμικά μασάμε και αποθεώνουμε Κίτσους και Ομορφάντρες, Τασούλες και Αγαπούλες», βιαστικά τους χωνεύουμε και ανυπομονούμε να μας ξαναγεμίσουν το τηλεοπτικό πιάτο».
Δηλαδή για να καταλάβω, μια καλοδομημένη δουλειά, με άψογη κινηματογράφηση και πολύ δυνατές ερμηνείες, που δίνει εργασιακή διέξοδο σε ηθοποιούς και μάλιστα τους ανεδεικνύει, είναι και αυτό ευτελές προϊόν; Θα πρέπει οι διαφημίσεις να βγαίνουν σε μαύρη κάρτα με λευκά γράμματα και να μας λένε «πάρε αυτό» και τέρμα; Ή μήπως θα έπρεπε να παράγουν κοινωνικό και πολιτιστικό έργο, με μουσική υπόκρουση Μπαχ και Βέρντι και όχι Σαράντη Σαλέα; «Πάνω από 700.000 προβολές (μέχρι στιγμής), έχει στο You Tube η νέα βουκολική διαφήμιση και περίπου 500.000 το τραγούδι του Σαράντη Σαλέα που ακούγεται σ'αυτήν («Στην καρδιά μου βάζω αμπάρες»)» γράφεται στην κριτική άποψη του τηλεοπτικού ενθέτου της Καθημερινής, καταδεικνύοντας πως οι προβολές του «Γιάννου και της Παγώνας», με την Φλέρυ Νταντωνάκη είναι λιγότερες από χίλιες αλλά αυτή θα αποδειχτεί πιο ανθεκτική στο χρόνο απ ότι «οι Αμπάρες, ο Κίτσος και η Τασούλα». Μα, δεν είναι αυτονόητο αυτό; Θα συγκριθεί μια διαφήμιση με ένα τραγούδι – έργο τέχνης και μια εξαίσια φωνή; Γιατί δεν ψάχνουμε καλύτερα τις ομοιότητες του Τυρανόσαυρου Ρεξ με τον σκατζόχοιρο;
Ότι θα πρέπει να απολογηθεί το κοινό, γιατί βρίσκει κάτι ευχάριστο, έξυπνο και καλογυρισμένο έχοντας πλήρη επίγνωση για την αξία του, ότι δηλαδή είναι μια διαφήμιση και όχι η Ακρόπολη και το Μουσείο της, είναι κάτι που θέλει μεγάλη ανάλυση για να υποτιμήσουμε κι άλλο τον κόσμο; Τράτζικ, λοιπόν! Πολύ τράτζικ!