Προσωπικά...
Ήταν αυτός ο Σεπτέμβρης, όταν η κ. Ζίνα Κουτσελίνη, μου έκανε την χάρη να πλησιάσω τη φρεσκάδα της νοημοσύνης 10 υπέροχων νέων μέσα απ' τα σεμινάριά της για τη γραφή. Έξυπνη γυναίκα και σοφή, δεν το βάφτισε δημιουργική γραφή γιατί αυτό είναι βαρύ πράγμα αλλά «σεμινάρια κειμένου», να μην πέσει ο τίτλος και με πλακώσει σα να πρέπει να' μαι ο Καζαντζάκης και έχω μυστικά αποκάλυψης. Γνώρισα σπουδαία παιδιά. Πήρα περισσότερο από ό,τι έδωσα. Και αυτό το δαιμόνιο πλάσμα, η Κουτσελίνη εμπιστεύτηκε σε μένα αρχές, που δεν ήμουν σίγουρη ότι είχα απολύτως ανιχνεύσει τότε. Μέσα σ' όλο αυτό μου ζήτησε ένα βιογραφικό (και πάλι σιγά τον Καζαντζάκη!) και μια άποψη μου για την τηλεόραση. Της την δανείζομαι τώρα, γιατί, και θα μου συγχωρήσει το εορτοδάνειο, μίας και η αλήθεια μου είναι αυτό που απόλυτα, δογματικά, αφοριστικά, σταλινικά σχεδόν γράφω για αυτήν:
«Με οριακή στιγμή στην τηλεόραση την ύπαρξη των ιδιωτικών καναλιών, πριν από 22 χρόνια, ζήσαμε δεκαετίες, όμοιες και εναρμονισμένες, με τα όσα περνούσε η χώρα μας. Σουσουδισμοί, μεγαλοϊδεατισμοί, αλαζονικότες, υπερφίαλες στιγμές, χλιδές πασπαλισμένες με χρυσόσκονη και μια ευρύτερη πολιτική ματιά της δημοσιογραφίας όμοια με αυτήν των πολιτικών, αρραβωνιασμένη, ομόκλινη και δυστυχώς ομοτράπεζη. Μισθοί, ζωές, αντιμετώπιση του κόσμου, λες και οι δημοσιογράφοι, οι παραγωγοί και κυρίως οι άνθρωποι μπροστά από τις κάμερες, δεν ζούσαν στην Ελλάδα των 10.000.000 κατοίκων, που οι γιαγιάδες τους φορούσαν τσεμπέρι, δεν μεγάλωσαν σε μια χώρα που δεν πέρασε Αναγέννηση, αλλά από τον Μεσαίωνα προσγειώθηκαν στην εποχή των Νέων Τεχνολογιών.
Μια κοινωνία με λάθος αντίληψη για τον εαυτό της, προβαλλόταν στον καθρέφτη μιας τηλεόρασης που ευαγγελίζονταν μια εικονική πραγματικότητα της Ελλάδας – Λουξεμβούργο, της Ελλάδας – Παρίσι, της Ελλάδας – Σόχο Νέας Υόρκης. Οι καλύτερες, εκμαυλίστριες μέρες ήταν εδώ. Ο κόσμος χρεώνονταν για πολυτελή αυτοκίνητα, ακριβούς καναπέδες, πιο ακριβές τσάντες και παπούτσια με τα λογότυπα κραυγαλέα νεοπλουτίστικα. Οι δημοσιογράφοι δεν ήξεραν; Δεν έλεγαν; Δεν νοιάζονταν για την πραγματική κατάσταση της οικονομίας της χώρας; Και οι υπουργοί πήδαγαν από κότερο σε κότερο τα καλοκαίρια, φιλοξενούμενοι των ισχυρών του Τύπου, που είχαν και κάνα δυο εταιρείες άλλες για να γίνονται οι δουλίτσες. Σιωπή, ανοχή και ψέματα. Και σεξ. Πολύ σεξ. Στην tv χωρίς υπονοούμενο και στην ζωή, ως αντίτιμο πλούτου.
Το αστοιχείωτο κοριτσάκι αναβαπτιζόταν στην κολυμπήθρα της υψηλής τηλεθέασης του προϊόντος του και γινόταν από μόνο του βαριά βιομηχανία, με ιλιγγιώδες αμοιβές, ενώ άνθρωποι με πτυχία, σπουδές, άποψη, γνώση έβλεπαν τα χρόνια να περνούν στην απαξία. Η εικόνα κέρδισε την ουσία. Η εντύπωση την πράξη. Η σοβαροφάνεια ονομαζόταν σοβαρότητα, η ψυχαγωγία χαζομάρα και μικρονοϊκότητα, τα μπουζούκια της χαράς και της εκτόνωσής μας, πολιτισμός, τα παιδιά δεν υπήρχαν ως κοινό, το πλαστικό και το πρόστυχο βαφτίζονταν ομορφιά, καταστρατηγώντας κάθε αισθητική, οι ειδήσεις γίνονταν σόου για επαγγελματίες πανελίστες και φερέφωνα κομματικών και διαπλεκόμενων σκοπιμοτήτων.
Δεν εννοώ πως η τηλεόραση πρέπει να παίζει απ' το πρωί ως το βράδυ Παρτζάνοφ, ούτε πως πρέπει να' ναι δάσκαλος και κατηχητής μας, αλλά να αντιληφθεί την δύναμή της, το τι πολυεργαλείο είναι και το σημαντικό της ρόλο, όχι ως κοιμήστρα, προδότρια και εχθρός του λαού.
Και η τηλεόραση αντί για συντροφιά, παρέα, ενημέρωση, παράθυρο στον κόσμο έγινε μια τεράστια φούσκα, μεγαλύτερη ακόμη και απ' αυτή την χρηματιστηριακή, έσκασε στα μούτρα μας, αφήνοντας όσους την δουλέψαμε απλήρωτους, απαξιωμένους και ενοχικούς.
Σήμερα τι γίνεται; Ή αλλάζουμε ή θα μας πάρουν με τις πέτρες. Τα γιαούρτια που προσγειώνονται στα καλοζωισμένα πρόσωπα και στα καλοραμμένα σακάκια των πολιτικών θα' ναι τίποτα μπροστά στο καδρόνι με πρόκες που μας περιμένει. Αλήθεια, γνώση, χιούμορ, υπόβαθρο, παρατήρηση του κόσμου γύρω μας, έκφραση των αναγκών και της πραγματικότητας, ουσία, σωστή γλώσσα, εκπαιδευτική και συναισθηματική εκπαίδευση, πολιτισμική στάθμη για καλλιέργεια, αισθητική, τεχνολογία, ελληνικότητα. Αν όλα αυτά δε γίνουν, τότε, λυπάμαι πολύ, αλλά, ναι, είναι μονόδρομος, ότι οι αγανακτισμένοι, θα γίνουν οργισμένοι και θα μας πάρουν με τις πέτρες. Και όχι απλές, πέτρες. Κοτρόνες ολόκληρες θα βρούνε. Κοτρόνες...»