Jill Biden: Η γυναίκα που θ' αλλάξει το Λευκό Οίκο (αλλά και τις ΗΠΑ)
Οι πρόσφατες προεδρικές εκλογές στις ΗΠΑ ήταν ίσως οι πρώτες στην ιστορία στις οποίες το ενδιαφέρον έκλεψαν, από τους δύο υποψήφιους, τρεις γυναίκες.
Η Μελάνια, η απερχόμενη Πρώτη Κυρία, για την οποία όλοι αναρωτιούνται εάν θα απαλλαγεί -εκτός από τα καθήκοντά της- και από τον Ντόναλντ Τραμπ.
Η Καμάλα Χάρις, η Αντιπρόεδρος του Τζο Μπάιντεν, η οποία δεν αποκλείεται να γίνει και Πρόεδρος εάν ο ίδιος κάποια στιγμή δεν καταφέρει να ανταποκριθεί στα καθήκοντά του λόγω της ήδη επιβαρυμένης υγείας του και του προχωρημένου της ηλικίας του.
Και τέλος, η Τζιλ.
Η σύζυγος του νέου Προέδρου, μια γυναίκα που με τον τρόπο της αναμένεται να αλλάξει ριζικά όλα όσα ξέραμε ως τώρα για το Λευκό Οίκο.
Νέος αέρας στο Λευκό Οίκο
Μελάνια και Τζιλ δε θα μπορούσαν να είναι πιο διαφορετικές.
Η πρώτη δεν έχει εργαστεί εδώ και χρόνια και ως Πρώτη Κυρία ο ρόλος της ήταν ξεκάθαρα διακοσμητικός. Όμορφα διακοσμητικός, δεν μπορεί κανείς να πει το αντίθετο, πλην όμως, χωρίς απολύτως καμία ουσία. Το μόνο που έφερε στο Λευκό Οίκο η Μελάνια ήταν το στιλ της. Και μαζί με αυτό θα αποχωρήσει κιόλας.
Η Τζιλ Μπάιντεν, από την άλλη, η οποία δεν υπήρξε ποτέ μοντέλο, αλλά εργάζεται εδώ και πολλά χρόνια ως καθηγήτρια αγγλικής φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο της Βόρειας Βιρτζίνια, είχε πει στο CBS Sunday Morning τον Αύγουστο ότι «θα ήθελε να συνεχίσει να διδάσκει στην περίπτωση που γινόταν Πρώτη Κυρία». «Αν φτάσουμε στον Λευκό Οίκο, θα συνεχίσω να διδάσκω. Είναι σημαντικό και θέλω οι άνθρωποι να εκτιμούν τους δασκάλους και να γνωρίζουν τη συνεισφορά τους και να αναβαθμίζουν το επάγγελμα», είχε πει.
Έτσι λοιπόν για πρώτη φορά στα 231 χρόνια του Λευκού Οίκου μια Πρώτη Κυρία εργάζεται παράλληλα με το ρόλο της. Οι πρωτιές της, όμως, δεν σταματούν εδώ. Είναι επίσης η Πρώτη Κυρία με διδακτορικό. Η Τζιλ εργαζόταν ως καθηγήτρια σε κοινοτικά κολλέγια και κατά την περίοδο που ο Μπάιντεν ήταν αντιπρόεδρος του Ομπάμα. «Διδάσκω σε πολλούς μετανάστες και πρόσφυγες. Λατρεύω τις ιστορίες τους, λατρεύω ποιοι είναι ως άνθρωποι και μου αρέσει το γεγονός ότι μπορώ να τους βοηθήσω στο δρόμο τους προς την επιτυχία», έχει πει η ίδια.
Η εκπαίδευση είναι ένας τομέας στον οποίο η Τζιλ θα δώσει μεγάλη βάση. Σε συνέντευξή της έχει δηλώσει ότι εάν γίνει Πρώτη Κυρία, θα στηρίξει τα δωρεάν δίδακτρα στα κοινοτικά κολέγια, τη χρηματοδότηση της έρευνας για τον καρκίνο και θα στηρίξει τις οικογένειες των στρατιωτικών, όπως έκανε και ως σύζυγος αντιπροέδρου. Όταν ρωτήθηκε αν οι Αμερικανοί θα δουν «ασυνήθιστα πράγματα» από αυτήν ως Πρώτη Κυρία, η Τζιλ απάντησε, «Το ελπίζω».
Stand by Me
Πέρα απ' όλα τα άλλα, η 69χρονη Τζιλ είναι η πιο έμπιστη και στενή πολιτική σύμβουλος του συζύγου της. Είναι η δεύτερη σύζυγός του και η γυναίκα που του έδωσε ξανά ζωή, όπως έχει πει ο ίδιος.
Και για τους δύο είναι δεύτερος γάμος.
Στα 18 της χρόνια, η Τζιλ παντρεύτηκε τον πρώτο της σύζυγο, το Μπιλ Στίβενσον, παίκτη του φούτμπολ, τον οποίο είχε γνωρίσει το καλοκαίρι πριν την αποφοίτησή της από το Λύκειο. Πέντε χρόνια αργότερα ο γάμος τους έληξε άδοξα.
Την ίδια χρονιά, λίγο μετά από το διαζύγιό της, ένας φίλος της από το κολέγιο, ο Φρανκ Μπάιντεν, θέλησε να της γνωρίσει σε «τυφλό» ραντεβού, τον αδελφό του, Τζο.
Ήταν ένα κλασικό blind date, στο οποίο εκείνη ήταν -ως όφειλε μετά από ένα διαζύγιο- μάλλον καχύποπτη.
Η ίδια έχει περιγράψει με λεπτομέρειες τα πάντα στο βιβλίο της, του 2009, «Where the light enters: Building a family, discovering myself» (“Εκεί που μπαίνει το φως: Χτίζοντας μια οικογένεια και ανακαλύπτοντας τον εαυτό μου”.
«Πού βρήκες τον αριθμό του τηλεφώνου μου;», είπε στον τότε γερουσιαστή του Ντελαγουέρ. Η ίδια ήταν μόλις 24 ετών, με ένα διαζύγιο στην πλάτη. Για εκείνον, όμως, τα πράγματα ήταν ακόμα πιο περίπλοκα.
Στα 33 του χρόνια ήταν χήρος με δύο γιους. Η πρώτη σύζυγός του, Νίλια, μαζί με την ενός έτους κόρη τους, Ναόμι, είχαν σκοτωθεί σε τροχαίο τρία χρόνια νωρίτερα. Μέσα στο αυτοκίνητο που οδηγούσε η μητέρα τους, ήταν και οι δύο γιοι του Μπάιντεν, ο Μπο και ο Χάντερ, οι οποίοι τραυματίστηκαν, αλλά επέζησαν. Ο ίδιος δεν είχε συνέλθει από το σοκ της απώλειας και η ζωή του είχε κυριολεκτικά κοπεί στη μέση. Το δύσκολο ρόλο να την ενώσει ξανά, ανέλαβε τελικά η Τζιλ.
Χρειάστηκε να της ζωήτησει πέντε φορές να παντρευτούν πριν εκείνη τελικά δεχτεί. Όχι επειδή δεν τον ήθελε, αλλά επειδή φοβόταν το κόστος που θα είχε μια ενδεχόμενη αποτυχία του γάμου τους στα δύο του αγόρια.
Δύο χρόνια αργότερα, την άνοιξη του 1977 ο Μπάιντεν έφυγε για ένα επίσημο ταξίδι στη Νότιο Αφρική και της είπε μια πρόταση: «Είναι η τελευταία φορά που στο ζητάω. Έχεις μερικές μέρες να το σκεφτείς».
Η Τζιλ πήρε την απόφασή της το ίδιο βράδυ.
Παντρεύτηκαν την ίδια χρονιά στο παρεκκλήσι των Ηνωμένων Εθνών και το 1981 γεννήθηκε η κόρη τους, Άσλεϊ.
Αυτό που φοβόταν η Τζιλ, δεν έγινε: Ο γάμος πέτυχε απόλυτα.
Ο Τζο Μπάιντεν έγραψε το 2007 στη βιογραφία του με τίτλο «Promises to keep» (“Υποσχέσεις που πρέπει να κρατήσεις”): «Μου έδωσε πίσω τη ζωή μου. Με έκανε να αρχίσω να σκέφτομαι ότι η οικογένειά μου θα μπορούσε να γίνει και πάλι ένα».
Συμβολικός και ουσιαστικός ρόλος
Η Τζιλ έκανε πολύ περισσότερα για τον Τζο από το να «ενώσει ξανά την οικογένειά του».
Στάθηκε πλάι του και ως σύζυγος και ως σύμβουλος και ως ο άνθρωπος που τον βοήθησε να ξεπεράσει ένα ακόμα σοβαρό πρόβλημα:
Τον περασμένο Ιούνιο η ίδια εξέδωσε το βιβλίο «Τζόι: Η ιστορία του Τζο Μπάιντεν», ένα βιβλίο για παιδιά, στο οποίο γράφει για τη βραδυγλωσσία του συζύγου της και για το μπούλινγκ που αυτός υπέστη εξαιτίας αυτού του προβλήματος, όταν ήταν μαθητής.
Ήταν στην πρώτη γραμμή της προεκλογικής του εκστρατείας, ήταν εκείνη που απορρόφησε συχνά τα ωστικά κύμματα από τις επιθέσεις που δέχθηκε εκείνος λόιγω της υγείας του και της ηλικίας του, ήταν εκείνη που τον έκανε να συνεχίσει να προχωράει ακόμα κι όταν κουραζόταν.
Ο ρόλος της Τζιλ Μπάιντεν θα είναι πολύ παραπάνω από συμβολικός στο Λευκό Οίκο και αυτό είναι ίσως η πρώτη φορά που θα συμβεί ανοιχτά.
Μαζί με την καμάλα Χάρις, θα αποτελέσουν τους δύο πόλους πάνω στους οποίους θα στηριχθεί η “νέα Αμερική”, ένα κράτος και μια κοινωνία βαθιά πληγωμένη από την εμπειρία του Ντόναλντ τραμπ: Ένα κράτος και μια κοινωνία στην οποία οι γυναίκες δεν είναι πλέον σκιώδεις στυλοβάτες ενός επιφανούς συζύγου, αλλά ξεχωριστές οντότητες που τραβάνε με την ίδια ισχύ τα ηνία.