Δεν υπάρχει άνθρωπος, σε όποια γενιά κι αν ανήκει, που να μην ξέρει τι εστί Ελύτης. Μ´ ακούς;
Μια πιο «Ελύτικη» ματιά στον άνθρωπο που ήταν Ελύτης από επιλογή και που το «Κάνε άλμα πιο γρήγορο από τη φθορά» το εφάρμοσε πρώτα στον ίδιο. «Ήθελα να υπάρχει κάποιο ψευδώνυμο. Κι επειδή πάντοτε οι λέξεις που άρχιζαν από “ελ” μού ασκούσαν μια μαγεία: είτε ήταν η Ελλάδα, είτε ήταν η ελπίδα, είτε μια Ελένη, που ίσως ήμουν τότε ερωτευμένος. Είτε ήταν η ελευθερία».
Δεν υπάρχει άτομο, σε όποια γενιά κι αν ανήκει, που να μην ξέρει το όνομα Οδυσσέας Ελύτης. Το όνομα του Ελύτη είναι ταυτισμένο με την Ελλάδα και μέσα από τις λέξεις και την ιδεολογία του, επηρέασε γενιές ανθρώπων, συνδυάζοντας την αγάπη του για τούτο τον τόπο με τις βαθιές αλήθειες για τον άνθρωπο και τη ζωή.
Άξιον Εστί
Γεννημένος ως Οδυσσέας Αλεπουδέλης επέλεξε το επίθετο -με το οποίο θέλησε να γράψει την ιστορία του, με τεράστια δόση ποίησης καθώς ήθελε να ξεκινάει από «Ελ» γιατί όλα τα ωραία ξεκινάνε από «ελ»: ελευθερία, ελπίδα, Ελλάδα.
«Ήθελα να υπάρχει κάποιο ψευδώνυμο. Κι επειδή πάντοτε οι λέξεις που άρχιζαν από “ελ” μού ασκούσαν μια μαγεία: είτε ήταν η Ελλάδα, είτε ήταν η ελπίδα, είτε μια Ελένη, που ίσως ήμουν τότε ερωτευμένος. Είτε ήταν η ελευθερία».
Η έλξη του για τις λέξεις ήταν τέτοια που υποστήριζε «Πιάσε το ΠΡΕΠΕΙ από το ιώτα και γδάρε το ίσαμε το πι». Σεβόμενος κάθε γράμμα, σημείο στίξης, και όσα αυτά «γεννούν» μέσα από κάθε λέξη, το 1960 διακρίθηκε με το Κρατικό Βραβείο Ποίησης και το 1979 με το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας.
Κάνε άλμα πιο γρήγορο από τη φθορά
Με καταγωγή από τη Μυτιλήνη γεννήθηκε στο Ηράκλειο της Κρήτης στις 2 Νοεμβρίου του 1911 και έφυγε από τη ζωή στις 18 Μαρτίου του 1996 σε ηλικία 84 ετών. Κάνοντας άλματα πιο γρήγορα από τη φθορά υποστήριξε σε κάθε του πράξη τα λόγια του και «Το κενό υπάρχει όσο δεν πέφτεις μέσα του» είναι μια υπενθύμιση που βλέπουμε να αποτυπώνεται σε τοίχους στους δρόμους και σε «τοίχους» σε social media.
Ο Ελύτης υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες ποιητές και μέλος της λογοτεχνικής γενιάς του '30. Ο ίδιος χαρακτήριζε τη δική του θέση στη γενιά αυτή ως παράξενη σημειώνοντας χαρακτηριστικά: «Από το ένα μέρος ήμουνα ο στερνός μιας γενιάς, που έσκυβε στις πηγές μιας ελληνικότητας, κι απ' την άλλη ήμουν ο πρώτος μιας άλλης που δέχονταν τις επαναστατικές θεωρίες ενός μοντέρνου κινήματος».
Απέκτησε το προσωνύμιο ο «Ποιητής του Αιγαίου» και από τα πιο γνωστά ποιητικά του έργα -με τα οποία διεκδίκησε τη θέση του στη λογοτεχνία είναι: Άξιον Εστί, Ήλιος ο πρώτος, Προσανατολισμοί κ.α.
Διαμόρφωσε ένα προσωπικό ποιητικό ιδίωμα και θεωρείται ένας από τους ανανεωτές της ελληνικής ποίησης.
«Έτσι το φως, που είναι η αρχή και το τέλος κάθε αποκαλυπτικού φαινομένου, δηλώνεται με την επίτευξη μιας ολοένα πιο μεγάλης ορατότητας, μιας τελικής διαφάνειας μέσα στο ποίημα που επιτρέπει να βλέπεις ταυτοχρόνως μέσα απ' την ύλη και μέσα από την ψυχή».
Πολλά ποιήματά του μελοποιήθηκαν, ενώ συλλογές του έχουν μεταφραστεί μέχρι σήμερα σε πολλές ξένες γλώσσες.
Από τον τρόπο που αντιλαμβανόταν το φως και το σκοτάδι μέχρι τη βαθιά και φιλοσοφική θεώρηση της αλήθειας και της ποίησης, ο Ελύτης προσέγγιζε τα μεγάλα ζητήματα της ύπαρξης με τρόπο που άφησε μοναδικό αποτύπωμα στον παγκόσμιο χάρτη της λογοτεχνίας και στο παγκόσμιο πνευματικό τοπίο.
Με την αναμφισβήτητη συμβολή του σε ελληνική ποίηση και πολιτισμό και με αφορμή τα 113 χρόνια από τη γέννησή του ας δούμε με μια πιο «Ελύτικη» ματιά τον κόσμο που μας παρέδωσε με μια συμβουλή που θα μας ακολουθεί για πάντα:
«Εάν αποσυνθέσεις την Ελλάδα, στο τέλος θα δεις να σου απομένουν μια ελιά, ένα αμπέλι κι ένα καράβι. Που σημαίνει: με άλλα τόσα την ξαναφτιάχνεις».
10 φράσεις από το έργο του Ελύτη που όλοι γνωρίζουν
Τα τρία Τ της επιτυχίας: Ταλέντο, Τόλμη, Τύχη.
Θεέ μου τι μπλε ξοδεύεις για να μη σε βλέπουμε!
Είναι διγαμία ν’ αγαπάς και να ονειρεύεσαι.
Την αλήθεια την «φτιάχνει» κανείς ακριβώς όπως φτιάχνει και το ψέμα.
Η Μαρία Νεφέλη λέει: Δεν έχω συγγενείς απ’ όλη μου τη ζωή προσπάθησα να φτιάξω μια πετρώδη νεότητα. Γέμισα τον έρωτα σταυρούς. Η Λύπη ομορφαίνει επειδή της μοιάζουμε.
Όταν ακούς «τάξη», ανθρωπινό κρέας μυρίζει.
Βαρύς ο κόσμος να τον ζήσεις, όμως για λίγη περηφάνια το άξιζε.
Χαράξου κάπου με οποιονδήποτε τρόπο και μετά πάλι σβήσου με γενναιοδωρία…
Και η Ποίηση πάντοτε είναι μία όπως ένας είναι ο ουρανός. Το ζήτημα είναι από πού βλέπει κανείς τον ουρανό. Εγώ τον έχω δει από καταμεσίς της θάλασσας.
Για να πατάς στέρεα στη γη, πρέπει το ένα πόδι σου να είναι έξω από τη γη.
Ποιήματα του Οδυσσέα Ελύτη
Ο μικρός Ναυτίλος
Ὅτι μπόρεσα ν᾿ ἀποχτήσω μία ζωὴ ἀπὸ πράξεις ὁρατὲς γιὰ ὅλους, ἑπομένως νὰ κερδίσω τὴν ἴδια μου διαφάνεια, τὸ χρωστῶ σ᾿ ἕνα εἶδος εἰδικοῦ θάρρους ποὺ μοῦ ῾δωκεν ἡ Ποίηση: νὰ γίνομαι ἄνεμος γιὰ τὸ χαρταετὸ καὶ χαρταετὸς γιὰ τὸν ἄνεμο, ἀκόμη καὶ ὅταν οὐρανὸς δὲν ὑπάρχει.
Δὲν παίζω μὲ τὰ λόγια. Μιλῶ γιὰ τὴν κίνηση ποὺ ἀνακαλύπτει κανεὶς νὰ σημειώνεται μέσα στὴ «στιγμή» ὅταν καταφέρει νὰ τὴν ἀνοίξει καὶ νὰ τῆς δώσει διάρκεια. Ὁπόταν, πραγματικά, καὶ ἡ Θλίψις γίνεται Χάρις καὶ ἡ Χάρις Ἄγγελος· ἡ Εὐτυχία Μοναχὴ καὶ ἡ Μοναχὴ Εὐτυχία.
μὲ λευκές, μακριὲς πτυχὲς πάνω ἀπὸ τὸ κενὸ ἕνα κενὸ γεμάτο σταγόνες πουλιῶν, αὖρες βασιλικοῦ καὶ συριγμοὺς ὑπόκωφου Παραδείσου.
Κυριακή, 19
Γαλήνη σαν της Kυριακής που λείπουνε όλοι
σ’ ένα δωμάτιο που του αφαίρεσα τα αισθήματα.
Πλανιέται κάποια πιθανότητα θανάτου
υπέροχου με σκαλιστές επάνω στο γυαλί ορχιδέες.
Bοή σε απόσταση μηνών ακόμη, αλλά
διακρίνονται ήδη τα ρουθούνια κόκκινα που πολύ
θέλουν ποτέ πια να μην είσαι.
Εκείνο που δε γίνεται
Nα ‘χε η νοσταλγία σώμα να το σπρώξω απ’ το παρά-
θυρο έξω ! Nα τσακίσω εκείνο που δε γίνεται ! Kο-
ρίτσι που από το γυμνό σου στήθος σαν από σχεδία
κάποτε μ’ έσωσε ο Θεός
Kαι ψηλά πάνω απ’ τα τείχη με την ημισέληνο με πήγε
μην κι από δική μου
Aκριτομύθια φανερωθείς και οι Tύχες σε βάλουν
στο σημάδι Όπως κι έγινε Γιατί τέτοια θέλει κι
αγαπά η ζωή που εμείς αλλού πιστεύουμε πως είναι
Kι από τ’ άλλο μέρος της αγάπης από τ’ άλλο μέ-
ρος του θανάτου υπνοβατούμε ώσπου αβάσταχτα
περισφιγμένο κείνο που μας έγινε σάρκα της σαρ-
κός σαν το φώσφορο μέσα μας πάρει φωτιά και ανά-
ψει και ξυπνήσουμε
Ίσια ναι πάει ο χρόνος αλλ’ ο έρωτας κάθετα
και ή κόβονται στα δύο ή που δεν απαντήθηκαν ποτέ
Aλλ’ αυτό που μένει σαν
Άμμος από δυνατόν αέρα στα δωμάτια και η αράχνη
κι έξω στο κατώφλι
O λύκος με το στρογγυλό το μάτι που ολολύζει πιθα-
νά φαίνονται όλα και προ πάντων τα βουνά της Kρή-
της που μικρός τα ‘χα στο χιόνι και τα ξαναβρήκα δρο-
σερά μα τι σημαίνει
Που κι ελεύθερος να μείνεις που και νικητής πάλι ο
ήλιος γέρνει κι είναι ολόγυρά σου
Σιγαλιά γεμάτη ακτές καταστραμμένες όπου ακόμη
κατεβαίνουνε τα σύννεφα να φάνε χόρτο λίγο πριν
για πάντα σκοτεινιάσει
Σα να πήραν τέλος οι άνθρωποι και να μην έχει μείνει
άλλο τίποτα καίριο να ειπωθεί.
Η Μάγια
Η Πούλια πόχει εφτά παιδιά
μέσ’ απ’ τους ουρανούς περνά.
Κάποτε λίγο σταματά
στο φτωχικό μου και κοιτά.Γεια σας τι κάνετε; Καλά;
Καλά. Πώς είναι τα παιδιά;
Τι να σας πω εκεί ψηλά τα
τρώει τ’ αγιάζι κι η ερημιά.Γι αυτό πικραίνεσαι κυρά,
δε μου τα φέρνεις εδωνά;
Ευχαριστώ μα `ναι πολλά
θα σου τη φάνε τη σοδειά.
Δώσε μου καν την πιο μικρή
τη Μάγια την αστραφτερή.
Πάρ’ την κι έχε λοιπόν στο νου
πως θά `σαι ο άντρας τ’ ουρανού.
Είπε, και πριν βγάλω μιλιά
μου την καρφώνει στα μαλλιά
Λάμπουνε γύρω τα βουνά,
τα χέρια μου βγάνουν φωτιά.
Κι η Πούλια πόχει εφτά παιδιά
φεύγει και μ’ αποχαιρετά.
Γυμνός, Iούλιο Μήνα
Γυμνός, Iούλιο μήνα, το καταμεσήμερο. Σ’ ένα στενό κρεβάτι, ανάμεσα σε δυο σεντόνια χοντρά, ντρίλινα, με το μάγουλο πάνω στο μπράτσο μου που το γλείφω και γεύομαι την αρμύρα του.
Kοιτάζω τον ασβέστη αντικρύ στον τοίχο της μικρής μου κάμαρας. Λίγο πιο ψηλά το ταβάνι με τα δοκάρια. Πιο χαμηλά την κασέλα όπου έχω αποθέσει όλα μου τα υπάρχοντα: δυο παντελόνια, τέσσερα πουκάμισα, κάτι ασπρόρουχα. Δίπλα, η καρέκλα με την πελώρια ψάθα. Xάμου, στ’ άσπρα και μαύρα πλακάκια, τα δυο μου σάνταλα. Έχω στο πλάι μου κι ένα βιβλίο.
Γεννήθηκα για να ‘χω τόσα. Δεν μου λέει τίποτε να παραδοξολογώ. Aπό το ελάχιστο φτάνεις πιο σύντομα οπουδήποτε. Mόνο που ‘ναι πιο δύσκολο. Kι από το κορίτσι που αγαπάς επίσης φτάνεις, αλλά θέλει να ξέρεις να τ’ αγγίξεις οπόταν η φύση σού υπακούει. Kι από τη φύση – αλλά θέλει να ξέρεις να της αφαιρέσεις την αγκίδα της.
Σῶμα τοῦ καλοκαιριοῦ
Ὢ σῶμα τοῦ καλοκαιριοῦ γυμνὸ καμένο
Φαγωμένο ἀπὸ τὸ λάδι κι ἀπὸ τὸ ἀλάτι
Σῶμα τοῦ βράχου καὶ ῥῖγος τῆς καρδιᾶς
Μεγάλο ἀνέμισμα τῆς κόμης λυγαριᾶς
Ἄχνα βασιλικοῦ πάνω ἀπὸ τὸ σγουρὸ ἐφηβαῖο
Γεμᾶτο ἀστράκια καὶ πευκοβελόνες
Σῶμα βαθὺ πλεούμενο τῆς μέρας!
Το Μονόγραμμα (αποσπάσματα)
ΙΙΙ
Έτσι μιλώ για σένα και για μένα
Επειδή σ’ αγαπώ και στην αγάπη ξέρω
Να μπαίνω σαν Πανσέληνος
Από παντού, για το μικρό το πόδι σου μες στ’ αχανή σεντόνια
Να μαδάω γιασεμιά — κι έχω τη δύναμη
Αποκοιμισμένη, να φυσώ να σε πηγαίνω
Μες από φεγγερά περάσματα και κρυφές της θάλασσας στοές
Υπνωτισμένα δέντρα με αράχνες που ασημίζουμε
Ακουστά σ’ έχουν τα κύματα
Πώς χαϊδεύεις, πώς φιλάς
Πώς λες ψιθυριστά το «τί» και το «έ»
Τριγύρω στο λαιμό στον όρμο
Πάντα εμείς το φώς κι η σκιά
Πάντα εσύ τ’ αστεράκι και πάντα εγώ το σκοτεινό πλεούμενο
Πάντα εσύ το λιμάνι κι εγώ το φανάρι το δεξιά
Το βρεμένο μουράγιο και η λάμψη επάνω στα κουπιά
Ψηλά στο σπίτι με τις κληματίδες
Τα δετά τριαντάφυλλα, το νερό που κρυώνει
Πάντα εσύ το πέτρινο άγαλμα και πάντα εγώ η σκιά που μεγαλώνει
Το γερτό παντζούρι εσύ, ο αέρας που το ανοίγει εγώ
Επειδή σ’ αγαπώ και σ’ αγαπώ
Πάντα εσύ το νόμισμα και εγώ η λατρεία που το εξαργυρώνει:
Τόσο η νύχτα, τόσο η βοή στον άνεμο
Τόσο η στάλα στον αέρα, τόσο η σιγαλιά
Τριγύρω η θάλασσα η δεσποτική
Καμάρα τ’ ουρανού με τ’ άστρα
Τόσο η ελάχιστή σου αναπνοή
Που πια δεν έχω τίποτε άλλο
Μες στους τέσσερις τοίχους, το ταβάνι, το πάτωμα
Να φωνάζω από σένα και να με χτυπά η φωνή μου
Να μυρίζω από σένα και ν’ αγριεύουν οι άνθρωποι
Επειδή το αδοκίμαστο και το απ’ αλλού φερμένο
Δεν τ’ αντέχουν οι άνθρωποι κι είναι νωρίς, μ’ ακούς
Είναι νωρίς ακόμη μες στον κόσμο αυτόν αγάπη μου
Να μιλώ για σένα και για μένα.
VII
Στον Παράδεισο έχω σημαδέψει ένα νησί
Απαράλλαχτο εσύ κι ένα σπίτι στη θάλασσα
Με κρεβάτι μεγάλο και πόρτα μικρή
Έχω ρίξει μες στ’ άπατα μιαν ηχώ
Να κοιτάζομαι κάθε πρωί που ξυπνώ
Να σε βλέπω μισή να περνάς στο νερό
και μισή να σε κλαίω μες στον Παράδεισο.
Η Τοιχογραφία
Έχοντας ερωτευθεί και κατοικήσει αιώνες μέσ’ στη
θάλασσα έμαθα γραφή και ανάγνωση
Ώστε τώρα να μπορώ σε μεγάλο βάθος πίσω τις
γενιές απανωτές όπως αρχίζει ένα βουνό προτού τε-
λειώσει το άλλο
Nα κοιτάζω Kαι μπροστά πάλι το ίδιο :
Tο βαθύ σκούρο μπουκάλι και η νέα στο μπράτσο
Eλένη με το πλάι επάνω στον ασβέστη
Nα γεμίζει κρασί της Παναγίας το μισό το σώμα
της φευγάτο κιόλας στην Aσία την αντικρυνή
Kαι το κέντημα όλο μετατοπισμένο μέσ’ στον ου-
ρανό με τα διχαλωτά πουλιά τα κιτρινάκια και
τους ήλιους.