Θέλω να χωρίσω αλλά πώς;
Ο γάμος λύνεται με το διαζύγιο. Στην ελληνική έννομη τάξη έχουν προβλεφθεί δύο διαφορετικές διαδικασίες έκδοσης διαζυγίου, το συναινετικό διαζύγιο και το διαζύγιο με αντιδικία.
Το συναινετικό διαζύγιο αποτελεί στην ουσία συμφωνία των συζύγων για λύση της μεταξύ τους έγγαμης συμβίωσης, το οποίο εκδίδεται κατόπιν σχετικής αιτήσεως των συζύγων προς το δικαστήριο. Προϋπόθεση καταθέσεως της αιτήσεως για την έκδοση διαζυγίου είναι οι σύζυγοι να έχουν συμπληρώσει ένα χρόνο έγγαμης συμβίωσης. Ο νομοθέτης έθεσε αυτή την προϋπόθεση με το σκεπτικό ότι η απόφαση για την λύση του γάμου πρέπει να λαμβάνεται με ψυχραιμία και όχι υπό το κράτος ψυχολογικής πίεσης ή άλλων παραγόντων.
Για τον ίδιο εξάλλου λόγο, η απόφαση περί λύσεως του γάμου εκδίδεται μετά δύο συζητήσεις ενώπιον του δικαστηρίου, σε δύο διαφορετικές δικασίμους που απέχουν μεταξύ τους τουλάχιστον έξι μήνες. Ο νομοθέτης έθεσε αυτό το περιθώριο των έξι μηνών, ως χρόνο περίσκεψης των συζύγων ώστε να μπορέσουν ενδεχομένως να ξανασκεφτούν προτού αποφασίσουν την οριστική λύση του γάμου τους.
Στην αντίθετη περίπτωση, όταν οι σύζυγοι δεν ακολουθούν το δρόμο του συναινετικού διαζυγίου, μόνη λύση αποτελεί η αντιδικία. Στην περίπτωση της αντιδικίας, ένας από τους συζύγους ή και οι δύο επικαλούνται κάποιο αίτιο που έχει προκαλέσει τον κλονισμό της έγγαμης συμβίωσης και ζητούν τη λύση της.
Στο διαζύγιο με αντιδικία, κρίσιμη είναι έννοια του ισχυρού κλονισμού του γάμου, η επίκληση δηλαδή ενός ή περισσοτέρων πραγματικών περιστατικών που καθιστούν την έγγαμη συμβίωση αφόρητη για τους συζύγους και τη συνέχισή της αδύνατη.
Αυτοτελής λόγος έκδοσης διαζυγίου με αντιδικία αποτελεί η διετής διάσταση. Με την έννοια της διάστασης εννοείται ο πραγματικός, αλλά κυρίως ο ψυχικός κλονισμός της σχέσης των συζύγων, που συνήθως εκφράζεται με τη διακοπή της έγγαμης συμβίωσης και την οικειοθελή ή βίαιη απομάκρυνση του ενός από τους συζύγους από την συζυγική στέγη. Προφανώς δεν εμπίπτει σε αυτή την κατηγορία η διακοπή της συμβίωσης για επαγγελματικούς ή άλλους λόγους.
Προκειμένου να εκδοθεί διαζύγιο λόγω διετούς διάστασης των συζύγων, πρέπει ο ένας από τους δύο να στρέψει αγωγή κατά του άλλου, επικαλούμενος ότι έχει διακοπεί η έγγαμη συμβίωση προ διετίας. Γι' αυτό το λόγο και μόνο, και εφόσον δεν αποδειχτεί ότι ισχύει κάτι διαφορετικό, το δικαστήριο με την απόφασή του θα λύσει το γάμο χωρίς να προχωρήσει στην εξέταση άλλων προϋποθέσεων.
Σε κάθε άλλη περίπτωση, ο νομοθέτης έχει προβλέψει μαχητά τεκμήρια κλονισμού του γάμου τα οποία επικαλείται ο ένας εκ των συζύγων στρεφόμενος κατά του άλλου με αγωγή και επιδέχονται ανταπόδειξης ή μπορεί και να συνεκτιμηθούν σε σχέση με άλλες παραμέτρους της συζυγικής ζωής, προκειμένου να αποφασίσει το δικαστήριο σε βάρος τίνος θα εκδοθεί το διαζύγιο. Για παράδειγμα, μπορεί το ένα μέρος να επικαλεστεί εγκατάλειψη της συζυγικής στέγης, ως στοιχείο κλονιστικό του γάμου, το άλλο μέρος όμως είναι πιθανό να αντιλέξει ότι η εγκατάλειψη ήταν συνέπεια της βίαιης συμπεριφοράς του άλλου ή της αδιαφορίας του.
Ο νομοθέτης παραθέτει ενδεικτικά ορισμένες συμπεριφορές που πέραν κάθε αμφιβολίας συνιστούν κλονιστικό στοιχείο του γάμου. Τέτοιες είναι η μοιχεία, η διγαμία, η επιβουλή της ζωής του άλλου, η εγκατάλειψη.
Να σημειωθεί τέλος πως, παρά τη γενικότερη πεποίθηση ότι το σε βάρος τίνος μέρους θα εκδοθεί το διαζύγιο παίζει ρόλο για την έκβαση του διαζυγίου και τις γενικότερες συνέπειες της λύσης του γάμου, στην πραγματικότητα ελάχιστη σημασία έχει αυτό και με ελάχιστα περαιτέρω δικαιώματα συνδέεται.
Αιτίες όπως η μοιχεία και η εγκατάλειψη μπορούν να έχουν κάποια βαρύτητα σήμερα μόνο όταν διεκδικείται από το μέρος που τις διέπραξε διατροφή κατά τη διάσταση. Κατά τα άλλα, δεν επηρεάζεται ούτε το δικαίωμα στη διατροφή γενικότερα, ούτε το δικαίωμα επικοινωνίας με τα τέκνα, ούτε το δικαίωμα συμμετοχής στα αποκτήματα. Κάθε λόγος διαζυγίου κρίνεται σύμφωνα με το ισχύον δίκαιο αυτοτελώς και σε σχέση με την γενικότερη συμπεριφορά των μερών. Ο αλκοολισμός, λόγου χάρη, μπορεί να αποτελέσει αιτία διαζυγίου, αλλά από μόνος του δεν μπορεί να στερήσει από τον δικαιούχο το δικαίωμα επικοινωνίας με τα τέκνα του, παρά μόνο αν συνδέεται με άλλες συμπεριφορές, όπως για παράδειγμα η βία.