Μένουμε ή όχι Ελλάδα;
Δύο συντάκτες του Queen.gr απαντάνε στο μεγάλο ερώτημα των ημερών που απασχολεί τη νεολαία και δεν είναι άλλο από την μετανάστευση.
Γιάννης, το αποδημητικό πτηνό
Ναι, εντάξει μεγαλώσαμε στην Ελλάδα. Είμαστε Έλληνες και την πονάμε τη χώρα μας. Μας αρέσει ο ήλιος και το καλό φαγητό. Δεν χρειάζεται ποτέ να κάνουμε layering μες στη χρονιά και οι παππούδες στα νησιά σε κερνάνε ρακές και μεζέδες.
Φτάνει πια με λαϊκά κλισέ του 80 που συνοδεύουν τις περιγραφές της ελληνικής πραγματικότητας, όχι όπως αυτή είναι, αλλά όπως θα αναπαρίσταται πιθανότατα σε μία μελλοντική σκηνοθετική απόπειρα της Sandra Bullock για ένα, πιθανότατα, χρεοκοπημένο έθνος.
Η σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα αγγίζει τα όρια του ζοφερού και του τραγελαφικού με το κράτος να ζητά απ' όλους με άδικες έκτακτες εισφορές τα σπασμένα μερικών, τους Έλληνες να μην μπορούν να ξεκολλήσουν από τη νεόπλουτη λογική και να στενοχωριούνται που δεν μπορούν να πάνε στα καφέ και τα μπουζούκια κάθε μέρα και το μέλλον για όσους είναι, πλησιάζουν και μόλις πέρασαν τα τριάντα να νιώθουν ότι θα προσκρούσουν σε ενισχυμένο τσιμεντότοιχο.
Και δεν είναι μόνο η οικονομική κρίση που προετοιμάζει μια γενιά ανέργων, μίζερων που πολλοί θα μάθουν να γκρινιάζουν και όχι να παλεύουν γιατί η ψυχολογία τους είναι καταρρακωμένη που ο γείτονας ξέρει ότι δεν έχουν πια τρία σπίτια και δύο εξοχικά και ψωνίζει ρούχα από τα H&M και όχι από του Versace, αλλά και η ίδια η ζωή στη χώρα μας.
Με μηδενικές παροχές για τον πολιτισμό, ένας μικρός πυρήνας προσπαθεί να κάνει νέα πράγματα στον πολιτισμό και τη διασκέδαση, αλλά όσο και να προσπαθεί παραμένει ένα γαλατικό χωριό.
Δεν είμαστε Ανατολή. Δεν είμαστε Δύση. Είμαστε μία ενδιάμεση γλυκόξινη σούπα που δεν τρώγεται ούτε ξαναζεσταμένη. Και επειδή ήρωες δεν υπάρχουν και όσοι έχουν προσπαθήσει να τους υποδυθούν στο παρελθόν έχουν αποτύχει παταγωδώς γιατί να μην εγκαταλείψουμε όλοι ένα καράβι που βουλιάζει για να κάνουμε μία καινούργια αρχή σε ένα τόπο που μπορεί να σεβαστεί και να αναδείξει τα ιδεώδη του πάλαι ποτέ σπουδαίου πολιτισμού μας, τον οποίο πλέον μάλλον ντροπιάζουμε κατ' εξακολούθηση.
Βαγγέλης, το ενδημικό πτηνό
Ίσως δεν είμαι ένα ενδημικό πτηνό, αλλά ένας ρομαντικός νεοέλληνας που δεν το χωράει ο νους του πως απλά πρέπει να πάρει μια βαλίτσα και να φύγει μετανάστης.
Το ξέρω γίνομαι δραματικός και δεν χρειάζεται, καθώς όπου γη και πατρίς ειδικά εν έτει 2011 και μάλλον οι ταλαντούχοι και προικισμένοι πρέπει να φύγουν για το καλό τους και το καλό της χώρας (αν και κανείς δεν εγγυάται πως πέρα από τα σύνορα κρύβεται ένας παράδεισος), όμως, έχω ένα μικρό πρόβλημα: δένομαι. Δένομαι (και σίγουρα δεν είμαι ο μόνος) συναισθηματικά με αντικείμενα, ανθρώπους, ήχους και μυρωδιές και ξέρω καλά μέσα μου πως μου είναι δύσκολο να αποχωριστώ όλα αυτά που αγαπώ. Όμως, γιατί να κάτσω να παλέψω να επιδιορθώσω μια χαλασμένη μηχανή την οποία δεν άγγιξα καν;
Μάλλον γιατί ξέρω πως από την άλλη μπορώ να γίνω το απαραίτητο γρανάζι που θα την βάλει δειλά δειλά σε λειτουργία ξανά, γιατί πιστεύω ακράδαντα πως το ότι «ο λαός δεν φταίει» είναι το μεγαλύτερο ψέμα και γιατί νοιώθω ένα χρέος. Όχι στους προγόνους μου, δεν είμαι ο εθνικόφρων τύπος που περηφανεύεται για την ντοπιολαλιά του, αλλά σε αυτούς που θα έρθουν μετά από εμένα και δε θα φταίνε σε τίποτε, όπως σε τίποτα δε φταίει και η γενιά μου τώρα.
Θα μείνω, λοιπόν, εδώ αν αντέξω χωρίς όμως να μετανοιώνω και να μιζεριάζω. Θα συνεχίσω να κάνω βόλτες με το ποδήλατο μου στο κέντρο της Αθήνας που δεν έχει ποδηλατοδρόμους μες στη ζέστη, ενώ ο κολλητός μου στο Λονδίνο φορά ήδη μπουφάν και θα προσπαθήσω για το καλύτερο. Μόνο που αν δεν τα καταφέρω και το πλοίο τελικά βουλιάξει, ευχηθείτε μου να το αντιληφθώ έγκαιρα και να μη με πάρει μαζί του.