Ο πολύτιμος Ναπολέων Λαπαθιώτης κλείνει τα παράθυρα

Ο πολύτιμος Ναπολέων Λαπαθιώτης κλείνει τα παράθυρα

Στα τέλη του 19ου αιώνα γεννήθηκε στην Αθήνα από πατέρα στρατιωτικό και αντιτρικουπικό και μάνα, ανιψιά του Χαρίλαου Τρικούπη (!), ένας από τους πιο περίτεχνους και ευαίσθητους, πιο παραγκωνισμένους στους αντιποιητικούς καιρούς μας και πιο παράδοξους ποιητές μας, ο Ναπολέων Λαπαθιώτης. Λατρεμένος. Σε εκείνο το σπίτι πάνω από την πλατεία Εξαρχείων, κάτω από το λόφο του Στρέφη που έζησε για πάντα και που νεαρούλια, γυρνώντας στα μπαρ το χαζεύαμε και λέγαμε, «να, εδώ, έζησε ένας ποιητής».

Λες και οι ποιητές πρέπει να ζουν κάπου ουράνια, ή στον Όλυμπο και όχι σε σπίτια ανάμεσα μας. Θα πείτε επιμένεις να μας σβουράς ένα ποίημα, κάθε τρεις και λίγο, στο δόξα πατρί. Ίσως γιατί εμένα αυτές οι λέξεις, μαζεμένες σα κοχύλια από ψιθύρους, θάλασσα, αέρα, όλο συναίσθημα, που λένε τόσα σε λίγο χώρο, μου γλυκαίνουν την ψυχή και θέλω να τα μοιραστώ μαζί σας.

Μη και δεν τα είχατε πάρει είδηση, όσο εμένα με σαγηνεύουν και με κάνουν να κυλιέμαι στα πατώματα του συναισθηματισμού μου, σε ένα ξέπλυμα ψυχής απ την σκουριά της ασημαντότητας. Ο Λαπαθιώτης έζησε ως ποιητής, δεν εξέδωσε ποιητικές συλλογές μόνο δημοσίευσε ποιήματα σε περιοδικά. Αυτοκτόνησε ένα βραδύ, νικημένος από τα ναρκωτικά και από μια εποχή που δεν τον άφηνε να είναι ο σπουδαίος για μας σήμερα, εαυτός του. Έτυχες για να τον γνωρίσουμε και τον τραγούδησε με μοναδική αισθαντικότητα η Ελευθερία Αρβανιτάκη κάποτε και μας έβγαλε απ την άγνοια ή την αμνησία μας. Ο πολύτιμος μου Ναπολέων Λαπαθιώτης γράφει:

Κλεῖσε τὰ παράθυρα
Κλεῖσε τὰ παράθυρα μὴ βλέπουν οἱ γειτόνοι,
καὶ τὴν πόρτα σφάλισε καὶ σβῆσε τὸ κερί.
Ἡ ἀγκαλιά μου ἐπύρωσε σὰν τὸ κερὶ καὶ λιώνει,
γιὰ σφιχταγκαλιάσματα κι ὅλο καρτερεῖ.
Κλεῖσε μὴ μᾶς βλέπουνε λοξὰ οἱ ματιὲς τοῦ κόσμου,
δῶσ᾿ μου τὸ χειλάκι σου, ποὖναι ἁπαλό, νωπό.
Ἔχω κάτι ὁλόγλυκο γιὰ σένα ἀπόψε, φῶς μου,
ἔχω κάτι ὁλόγλυκο σὰ μέλι νὰ σοῦ πῶ.
Ἔλα πέσε ἀπάνω μου καὶ μὴν κοιτᾷς μὲ τρόμο.
Τὸ κερί μας ἔσβησε, δὲν μᾶς θωρεῖ κανείς.
Ξέχασε πὼς βρίσκονται κι ἄλλες ψυχὲς στὸ δρόμο,
κι ἄσε νὰ κυλήσουμε σὲ πέλαγα ἡδονῆς.
Ἔλα, ὡς τὰ μεσάνυχτα θὰ σὲ φιλῶ στὸ στόμα,
ἔλα, κι εἶναι οἱ πόθοι μου τρελοί, τόσο τρελοί,
ποὺ τὸ γλυκοχάραμα θὰ μᾶς προλάβει ἀκόμα
στὸ πρῶτο μας ἀγκάλιασμα, στὸ πρῶτο μας φιλί.
Κι ὅταν σὲ ρωτήσουνε τὴ χαραυγὴ οἱ γειτόνοι,
γιὰ ποιὸ λόγο σφάλισες, ἄχ! πές τους, νὰ χαρεῖς,
πές τους πὼς στὴν κάμαρα φοβᾶσαι ἅμα νυχτώνει,
κι ἔπεσες καὶ πλάγιασες νωρίς, τ᾿ ἀκοῦς; Νωρίς!