Η δική μου ΜΑΓΕΙΑ και τα χρώματα της

Η δική μου ΜΑΓΕΙΑ και τα χρώματα της

Κατά καιρούς σας γράφω και σας ζαλίζω με τις δίκες μου ανησυχίες, που εδώ που τα λέμε δε κάθομαι και ήσυχη, αλλά αυτό λέω να το μοιραστώ με πολλή αγάπη και περηφάνεια και καμάρι, βασιλοπούλες μου. Δουλεύω από το καλοκαίρι που τέλειωσα το Λύκειο. Σπούδαζα και δούλευα. Μετά δούλευα και έκανα και άλλες σπουδές. Μετά δούλευα στη μια δουλειά και ώσπου να γίνω αποδεκτή, δούλευα και σε κάποια εντελώς άλλη. Πιο μετά έκανα δυο – δυο τις δουλειές, που είδα πως τα κατάφερνα λιγάκι και με έπαιρνε και κατακτούσα αυτό που ονειρευόμουν.

Ώρες σε γραφεία, απομαγνητοφωνήσεις, φωτογραφήσεις, ραντεβού, τηλεφωνικές κλήσεις, κλεισίματα τευχών, μοντάζ, σπικάζ, αίθουσες συσκέψεων, ατελιέ. Έμαθα να ζω δουλεύοντας και δουλεύω ζώντας. Η ηρεμία μου, η καταξίωσή μου, η επιτυχία μου, η αξία μου, η ύπαρξή μου η ίδια στις ακρότητές μου, ορίζονταν από την δραματοποίησή μου σε ένα γραφείο. Έχανα τον πολύτιμό μου, τον πατέρα μου και δεν ήμουν δίπλα του, γιατί έκλεινα τεύχος. Γεννούσα και έφευγα για το μαιευτήριο απ' το γραφείο. Περπατούσαν τα παιδιά μου, έλεγαν τις πρώτες λεξούλες τους, εγώ ούτε έβλεπα, ούτε άκουγα, ούτε μνήμη έχω. Κάτι θα έγραφα. Κάποιο σπουδαίο ραντεβού θα' χα. Αρρώστια, θανατικά, σπουδαίοι φίλοι σε δύσκολες στιγμές ή σε χαρές και εγώ φωνή σε τηλέφωνο, γιατί οι απουσίες μου μετρούσαν στα σημαντικά του ενεστώτα χρόνου, με σκαλέτες, γκέβα, προλόγους, μότο, λεζάντες, ώρες αέρα, κείμενα να γραφτούν, καριέρες να στηθούν, θέματα να κατακτηθούν ή να εφευρεθούν. Και από κοριτσάκι που μόλις τελείωσε το Λύκειο, βρέθηκα μεσόκοπη να πατάω πλήκτρα σε κομπιούτερ σε μαζική παράγωγη κειμένων, χάνοντας, κάποια στιγμή, τη χαρά της ίδιας της δουλειάς αυτής, της επικοινωνίας, της δημιουργίας, του πάθους με τους ανθρώπους, τις αλήθειες και τις λέξεις. Ώσπου; Ώσπου ήρθε η κρίση. Σπίτι! Άχρηστη η μεταμφίεση της δουλειάς. Ξέμαθε γρήγορα το πόδι μου απ' το τακούνι. Απελευθερώθηκα από τσάντες – βαλίτσες, καλσόν και καθημερινή μάσκα – εκμαγείο – μέικ απ. Στην αρχή ένιωθα άχρηστη, παροπλισμένη, «loser» που λένε οι Αμερικανοί, σε εφεδρεία ζωής, απελπισμένη, τρομοκρατημένη για το αύριο και το άγνωστο τώρα, αγέλαστη, θλιμμένη, παραμελημένη, χρησιμοποιημένη, παραπεταμένη, μνησίκακη, καταθλιπτική, εκμηδενισμένη.

Σιγά σιγά αρχισα να βρίσκω ρυθμούς. Να ετοιμάζω το παιδί για το σχολειό και μετά να αγκαλιάζω το μικρό μου και να κοιμάμαι κάνα ρέμπελο δίωρο ακόμα, μες στην ζέστη, την απαλότητα, τη μωρουδίλα. Άρχισα να μαγειρεύω –καλά δεν τρέμει ακόμα ο Μαμαλάκης απ'τις επιδόσεις μου- να σιδερώνω και να σκέφτομαι άλλα εκείνη την ώρα, να διαβάζω βιβλία εκτός καλοκαιριού, να βλέπω ταινίες, να κοιμάμαι ό,τι ώρα θέλω και πάνω απ'όλα να βλέπω τα παιδιά μου όλες τις ώρες, να είμαι εκεί στις ανάγκες, στις χαρές, τα παράπονα, τις γκρίνιες, στο μεγάλωμα, στο αγχωμένο ονειράκι τους την νύχτα ή στο φόβο τους γιατί έξω βρέχει και αστράφτει, στον πυρετούλι και στο παιχνίδι τους.

Και αρχίσαμε όλοι μαζί, ελλείψει χρημάτων, να κάνουμε μια κοινή δραστηριότητα. Πήραμε καμβάδες, χρώματα ακρυλικά και λάδια. Διαλέγαμε παραμύθια που μας άρεσαν, νεράιδες όμορφες και μικροσκοπικές κα πολύχρωμες, μονόκερους, πρίγκιπες, πριγκίπισσες, γοργόνες, καρδιές, βατράχους που γίνονται βασιλόπουλα, μαγικά λουλούδια, γαλάζια και κόκκινα πουλιά, βάζαμε χρυσόσκονες και πολύχρωμα γκλίτερ αστραφτερά. Φτιάξαμε τους δικούς μας πίνακες. Γίναμε εκτός από οικογένεια, ομάδα, δημιουργική, απ' τα ονόματα μας, Μαρία, Γιάννης, Ειρήνη, Αλεξάνδρα, δηλαδή ΜΑΓΕΙΑ. Χαρήκαμε κάθε στιγμή. Τα έργα μας τα παρουσιάζουμε αυτό το Σάββατο, στη 1 η ώρα, στο GTPallas, με την Γκαλερί Τσαγκαράκης, (Καραγιωργη Σερβίας 9, Σύνταγμα). Εμένα ήταν η δική μου διέξοδος απ' την κρίση. Και πιάστηκα απ' τα χέρια των παιδιών μου και του άνδρα μου για να βρω την άκρη του τούνελ του φόβου, της φτώχειας, της ανεργίας. Και τώρα ξέρω πως νεράιδες σίγουρα υπάρχουν. Και τις λένε Ειρήνη και Μαρία...