Ξεσάλωμα ή χαλάρωση στις διακοπές;
Δύο κορίτσια διεκδικούν το δικαίωμά τους για απολαυστικές διακοπές.
Κρίστη Κωσταράκου, το party girl
Κάθε φορά που ακούω τις φίλες μου να μιλούν για τις επόμενες διακοπές μας, δύο-τρεις λέξεις ξεχωρίζουν ηχώντας μεταλλικά σα ξεκούρδιστες κιθάρες μέσα στο βαθύτερο είναι μου. «Χαλάρωση», «ηρεμία», «ξεκούραση», και δε συμμαζεύεται είναι μερικές από εκείνες τις τρομαχτικές θηλυκές θαμώνες του ελληνικού λεξιλογίου που με κάνουν να χάνω τη γη κάτω από τα πόδια μου, καθώς με λούζει κρύος ιδρώτας που μου μουδιάζει το σώμα.
Τώρα θα μου πείτε στα καλά καθούμενα άρχισες να φοβάσαι την απόλαυση του να μην κάνεις τίποτα, το προνόμιο της τεμπελιάς και της ξάπλας, τη μακαριότητα της ατελείωτης ησυχίας που συναντά τους ανθρώπους εκεί που τα διηγήματα της παραλίας παίρνουν θέση μάχης. Όχι, οι διακοπές οι δικές μου δε θέλω να είναι ήσυχες, ήρεμες και χαλαρές.
Εκεί που εσείς διαλέγετε να ξαπλώσετε στην πετσέτα, εγώ βουτάω να εξερευνήσω το βυθό, όταν εσείς στοχάζεστε διαβάζοντας το τελευταίο βιβλίο του Μπουκάι, εγώ μιλάω με την παραδίπλα παρέα και κάπου ανάμεσα σε ποτά, ξενύχτια, δάκρυα, χορούς και πανηγύρια, αισθάνομαι ζωντανή. Δεν υπάρχει λόγος να τσιμπήσω το χέρι μου να δω αν ζω, δεν έχω ανάγκη το δικό σου βλέμμα πίσω από το Ray Ban καθρέφτη σου να μου δείξει ποια είμαι και πού πάω, γιατί ξέρω.
Σε αυτές τις διακοπές είμαι παρούσα με όλη μου την υπόσταση, αφήνω το κορμί μου να επεξεργαστεί κάθε ερέθισμα, ανοίγω τις αισθήσεις μου σε όλες τις προκλήσεις και ζωγραφίζω το καλοκαίρι μου διαλέγοντας τα δάχτυλά μου, αντί για το επιδέξιο πινέλο της αρμονίας και της αβάσταχτης βαρεμάρας. «Όταν αποφασίσω να φύγω από αυτόν τον κόσμο θα έχω όσο χρόνο θέλω για να ξεκουραστώ», έλεγε ο παππούς μου κι εγώ έχω πολλά να κάνω μέχρι τότε.
Μυρόεσσα Μεταξά, η αναχωρήτρια
Τις 350, σχεδόν, ημέρες του χρόνου (κατά τις οποίες οι περισσότεροι περνούν περιμένοντας τις δεκαπέντε του καλοκαιριού που θα κάνουν διακοπές) τις περνάμε σε ένα αέναο μακροβούτι σε υποχρεώσεις, άγχη, διορίες, προθεσμίες, ραντεβού, μαζί με συναδέλφους, προϊσταμένους, φίλους, γνωστούς που βλέπουμε όλη μέρα, κάθε μέρα. Και, όταν φτάνουν αυτές οι αναθεματισμένες δεκαπέντε που με τόση προσμονή αναμέναμε, αυτό που κάνουμε είναι να τις περνάμε με νέες υποχρεώσεις, καινούργια deadlines και συντροφιά με όσους μοιραστήκαμε την πολυτάραχη καθημερινότητά μας σε νέες ταραχές;
Διακοπή είναι αυτό που λέει η λέξη: παύση. Είναι οι ώρες και οι μέρες εκείνες που δεν έχει σημασία αν θα φτάσεις στη Χρυσή Ακτή στις 12, στις 3 ή στις 9 τη νύχτα για να πλατσουρίσεις στην παραλία επειδή έχεις ραντεβού με τους φίλους σου όπως έχεις κάθε μέρα «ραντεβού» με τη δουλειά σου. Είναι η περίοδος που δεν θα έχεις το νου σου στο τηλέφωνο που θα χτυπήσει από την έξαλλη φίλη σου που σε περιμένει στο «Mini Bar», το εκάστοτε bar franchise του αντίστοιχου Αθηναϊκού, επειδή καθυστέρησες στο προκαθορισμένο ραντεβού με τον ίδιο τρόπο που κουδούνιζε μανιασμένο όλο το χειμώνα το κινητό γιατί καθυστέρησες στο γραφείο, στο meeting, στην επαγγελματική συνάντηση. Είναι ο καιρός εκείνος που δε νιώθεις τύψεις αν κοιμηθείς παραπάνω γιατί κάτι έχασες και πρέπει να το προλάβεις, ας διήρκησε ο ύπνος σου και ολόκληρο το 24ωρο. Που δεν σεργιανίζεις στα στενάκια του νησιού για να συναντήσεις, σε κάθε στροφή, τους θαμώνες της Καρύτση και της Σκουφά. Που διαβάζεις «Neverwhere» και νιώθεις πως βρίσκεσαι στο πουθενά. Που περνάς το χρόνο σου με όλους εκείνους που δεν πρόλαβες να χορτάσεις κατά τη διάρκεια της εργασιακής σεζόν και όχι με εκείνους που έβλεπες κάθε μέρα για επαγγελματικούς ή κοινωνικοεπαγγελματικούς λόγους. Είναι η ώρα που δεν χρειάζεται να λογοδοτήσεις σε κανέναν για το πως θα διανείμεις τον χρόνο σου και πώς στο καλό θα περάσεις την ώρα σου εκτός, ίσως, από το φεγγάρι που σου κρατάει μούτρα επειδή κοιμήθηκες προτού σκαρφαλώσει στον ουρανό στην Αυγουστιάτικη πανσέληνο.