Παγκόσμια Ημέρα Εξάλειψης της Βίας κατά των Γυναικών: "Έίχα έναν πατέρα χωρίς ψυχή"
«Τα δικά μου πέρασαν. Εγώ τώρα είμαι γιαγιά» λέει η κυρία Παναγιώτα. Στα 65 της, «οι πόνοι έχουν ξεθωριάσει» όπως λέει αλλά η «πληγή δεν κλείνει». Με αφορμή τη σημερινή ημέρα, διηγείται την κακοποίηση που υπέστη μέχρι τα 18 της, σε ένα μικρό χωριό της βορείου Ελλάδος.
«Είναι μωρά που γεννιούνται από βαθύ έρωτα, είναι κι άλλα που γεννιούνται από ξύλο. Εγώ γεννήθηκα με ξυλιές. Με τον βούρδουλα. Τον ξέρεις τον βούρδουλα; Η μάνα μου, ήταν σκυμμένη στο τζάκι, Γενάρης μήνας- στα δικά μας τα μέρη κάνει παγωνιά. Τότε γιατρός δεν υπήρχε στο χωριό, η μάνα μετρούσε τους μήνες με τα φεγγάρια. Τη μέρα που με γέννησε, ήμουν μωρό εφτά φεγγαριών. Τριάντα χρόνια μετά, άκουσα από το δικό της στόμα πως οι πόνοι την έπιασαν όταν τη "συμμάζεψε" ο πατέρας. Δεν τολμούσε να πει "χτύπησε" συνήθιζε να λέει "με συμμάζεψε". Παρόλα αυτά γεννήθηκα υγιής, κορίτσι όμως, το πρώτο μετά από τρεις γιους.
"Αγαπητή Βασιλική, μας βρήκε συμφορά" έγραψε τότε ο πατέρας μου στην αδερφή του. Μου τα είπε αυτά, ο δάσκαλος που ήταν τότε στο χωριό γιατί εκείνος του έγραψε το γράμμα. "Βοήθεια" έγραφε "χανόμαστε", "είναι κορίτσι" και της ζητούσε να με αναλάβει εκείνη να με μεγαλώσει. Και της υποσχέθηκε να με προικίσει όταν έρθει η ώρα. Η μάνα μου όμως δε με έδινε.
Κακοποίηση εκείνα τα χρόνια, ήταν άγνωστη λέξη. Δίκαιο και σωστό ήταν ο λόγος του πατέρα. Όλοι έπρεπε να υπακούν αλλιώς η ποινή, ήταν σκληρή. Σε μια κλειστή κοινωνία, όπως η δική μας, η βία ήταν κοινό μυστικό της γειτονιάς. Πολλές φορές είδα να χτυπάει τη μητέρα μου, βάναυσα, στα πόδια, στα χέρια, όπου έβρισκε, όπου την πετύχαινε το λοστάρι.
Το είχαν δει και οι γείτονες, κι οι ξαδέρφες της από δίπλα. Ποιος να μιλήσει; Πατριαρχική κοινωνία. Τα ίδια ζούσαν όλες.
Η μάνα μου ήταν αγράμματη από το χωριό, ο πατέρας τελωνειακός κι αν έλεγε κάτι αφελές, να! Της έδινε μία με το ζωνάρι στο κεφάλι και για δυο μήνες δεν ξαναμίλαγε να πει, ούτε το όνομά της. Συνέχιζε όμως να την δέρνει ακόμα κι όταν δεν έκανε κάτι, ακόμα και χωρίς αφορμή. Ένα βράδυ, ξύπνησα από τις κραυγές ενός ζώου που χτυπιόταν στην αυλή. Πέρασε ώρα, ώσπου κατάλαβα πως ήταν η μάνα μου που ούρλιαζε από πόνο. Την είχε χτυπήσει με τη μασιά, καυτή από το τζάκι, στα πόδια. Ποτέ δεν είδα τη μάνα μου με γυμνό πόδι. Αύγουστος μήνας και φορούσε το μαύρο, το μάλλινο καλσόν.
Δεν ξέρω αν ήταν τότε η πρώτη φορά, όμως ακόμα θυμάμαι την τρομάρα. Ήμουν δεν ήμουν πέντε χρονών και άπλωσα το χέρι στο ψωμί. Μόνο ο πατέρας μοίραζε το ψωμί. Τόσο μεγάλο σφάλμα. Με άρπαξε από το αφτί, με πήγε σπίτι σηκωτή στην αυλή, με έδωσε στον αδερφό μου. Εκείνος γύρισε στο τραπέζι. Με χτυπούσε στα πόδια, στην πλάτη, στο κεφάλι. Είναι να απορείς πως ένας άνθρωπος, σαν τον αδερφό μου, γλεντζές και πρόσχαρος, έβγαζε τόση βία πάνω σε ένα κοριτσάκι.
Θυμάμαι εκείνα τα αρβύλα του κυνηγού. Εφτυσα τα δόντια μου με δυο κλοτσιές! Είχε κάνει το αίμα μια μικρή λιμνούλα στο χώμα. Εκείνη τη φορά, ήρθε η μάνα μου να με σηκώσει κι άρπαξε κι εκείνη τις ξυλιές της, από τον πατέρα μου. Δεν διαφέραμε καθόλου από τα ζώα.
Είδα την αγριότητα στα μάτια του πατέρα μου, πολλές φορές. Κάθε φορά με ξύλο, πότε με αιτία πότε χωρίς. Δεν θυμάμαι ποτέ αυτό που λένε στοργή, από τους γονείς. Μόνο παρηγοριά, από τη μάνα μου μετά το ξύλο. Οι τιμωρίες του ήταν σκληρές. Μια μέρα, με κλείδωσε στη στάνη, για μια βδομάδα, χωρίς φαγητό. Με ξερό ψωμί και νερό από εκεί που έπιναν τα πρόβατα. Ήμουν 16 και του ανακοίνωσα ότι θα φύγω να σπουδάσω στη Θεσσαλονίκη.
Μέχρι που έκλεισα τα 18, κι έφυγα σε μια θεία μου στην Αθήνα, είχα δει τη βία από όλες τις πλευρές. Όταν βαριόταν εκείνος, αναλάμβανε ο μεγάλος αδερφός. Ο μικρός ήταν ευαίσθητος και ψυχοπονιάρης. Κοντά με εμένα στην ηλικία, στερνοπούλι της μάνας μου, άρπαζε κι αυτός ό,τι του αναλογούσε, συνήθως προληπτικά.
Όταν ήρθα στην Αθήνα και πέρασα στην νοσηλευτική, δεν τολμούσα να σηκώσω το κεφάλι μου, να κοιτάξω άντρα στα μάτια. Νόμιζα πως πάνω κάτω, όλοι θα ήταν ίδιοι με τον πατέρα μου. Κάποτε μου τηλεφώνησαν και μου είπαν πως πεθαίνει. Σκέφτηκα να πάω να τον ρωτήσω "γιατί; Γιατί τόση κακία;". Δεν πήγα. Δεν με ζήτησε. Ακόμα και τότε η καρδιά του ήταν σκέτη πέτρα. Τη μητέρα μου, τη συγχώρεσα. Τα ανέχτηκε όλα. Την κακοποίηση, την κοροϊδία, την μοιχεία. Ταλαιπωρημένη ύπαρξη! Αυτή τον πόνο τον πλήρωσε διπλό- μια στο δικό της σώμα, μια στο δικό μου.
Την έζησα καλά τη ζωή μου στο μεγάλο μέρος της. Με το χρόνο, οι πόνοι ξεθωριάσανε. Η πληγή όμως... Κλείνει νομίζεις; Ε, πώς να κλείσει. Τέλος πάντων. Είδα τα αγόρια μου να γεννιούνται και να μεγαλώνουν. Με σεβασμό και αγάπη για όλους τους ανθρώπους. Ποτέ δεν τους είπα για τον παππού τους, και δεν τον γνώρισαν ποτέ. Εγώ το επέλεξα. Δεν ήθελα να δούνε έναν ρατσιστή, έναν μισογύνη, έναν αγριάνθρωπο. Αυτό ήταν ο πατέρας μου. Δε χρειάζεται να βαραίνεις τα παιδιά με τα ελαττώματα των προγόνων τους.
Κοιτάζω τα εγγόνια μου σήμερα, που είναι κορίτσια και χαριτωμένα και λέω πως αν η ζωή τα χαμόγελα τα στερεί στο ξεκίνημα στα φυλάει για την πορεία. Στο λέω εγώ, που είχα έναν πατέρα χωρίς ψυχή.».