Στο κουζινάκι της τσατσάς: Δύο ηλικιωμένες κυρίες «υπάλληλοι ιερόδουλων» εξομολογούνται
Ραντεβού στα σπίτια με τα «κόκκινα φανάρια». Δυο ηλικιωμένες κυρίες «υπάλληλοι ιερόδουλων» στο Μεταξουργείο και στη Φυλής, εξομολογούνται στο μικρό κουζινάκι του οίκου ανοχής.
Στα ντουλάπια της μικρής κουζίνας, καρφωμένες πολύχρωμες πινέζες. Υποθέτω πως θα τις κάρφωσε κάποια κοπέλα σε κρεσέντο βαρεμάρας, περιμένοντας πελάτες- αν δεν είναι εικαστική παρέμβαση της «τσατσαδούλας». Έτσι αυτοαποκαλείται η κ. Ελένη χαριτολογώντας. «Και τσατσά και δούλα» λέει. Στο ΙΚΑ βέβαια δηλώνει «υπάλληλος ιερόδουλων.».
Από το κουζινάκι, ακούγεται το τρίξιμο, δύο φορές. Άλλος ένας πελάτης μπήκε στο παλιό «σπίτι» στο Μεταξουργείο. Στις 17:30 άνοιξε τη λευκή πόρτα αλουμινίου στην είσοδο και στο κλείσιμο στρίμωξε το σφουγγαράκι για τα πιάτα που είναι δεμένο με κορδόνι στο πόμολο. Πατέντα, για να μένει μισάνοιχτη η πόρτα χωρίς να χτυπάει από τον αέρα.
Η κυρία Ελένη δεν ταράχτηκε. «Έτσι που λες κούκλα μου. Τόσες περικοπές που κάνανε στη σύνταξη, συμφέρει να δουλεύω. Και να βγω, τί θα κάνω; Θα κάθομαι να κλαίω όλη μέρα τους λογαριασμούς; Έρχομαι εδώ και ξεχνιέμαι» λέει και βάζει μια φωνή στο διπλανό δωμάτιο. «Για έλα λίγο». Σε δευτερόλεπτα, διασχίζει το στενό διάδρομο, το αντικείμενο του πόθου. «Για δες την κοπέλα. Αυτή είναι. Τη θέλεις;» ακούγεται η κυρία Ελένη. Δεν επιμένει. Σαν τις πωλήτριες, που είναι τόσο σίγουρες ότι θα αγοράσεις το προϊόν τους, χωρίς να κάνουν καμία προσπάθεια. Αυτή τη φορά έπεσε έξω. Η νεαρή -γύρω στα 25- καλλίγραμμη κοπέλα, βουλγαρικής καταγωγής, επέστρεψε στο δωμάτιο της, κάπως εκνευρισμένη αν κρίνω από το χτύπημα στα τακούνια της. Από πίσω της, σέρνονταν οι παντόφλες της κ. Ελένης. Ο καφές μου, πάνω στο γκαζάκι, είχε αρχίσει να ξεχειλίζει.
«Απαπα! Στο τσακ τον πρόλαβα» λέει μπαίνοντας στην κουζίνα. «Τι έγινε δεν την ήθελε;» ρωτάω. "Δεν του άρεσε" λέει ισιώνοντας το φλοράλ κάλυμμα στο ντιβάνι. «Ωχού!» αναφωνεί καθώς κάθεται και τρίβει τα μπούτια της πάνω από τη μαύρη φούστα. Η κυρία Ελένη, είναι γιαγιά, 75 ετών. «Από ανήλικη στη δουλειά» μου είπε. «Ξεκίνησα με γόβα. Τώρα πέρασα στην παντόφλα» διευκρινίζει. «Ξεκίνησα στα 17. Όχι από δω. Από αλλού. Εδώ ήρθα πριν από 15 χρόνια.». Στα 30 της άλλαξε πόστο. «Όποια θέλει να σταματήσει να το κάνει, σταματάει. Μιλάμε για δω, για τα νόμιμα μπουρδέλα. Τι λες να τις υποχρεώνουμε; Ξέρεις πόσες περιμένουν; Λίστα αναμονής έχω, να σου βγάλω από το συρτάρι.».
Στα 20 της, ήταν όπως λέει «φιρμάτη. Είχα αυτό που λένε σήμερα φαν κλαμπ. Είχαν μάθει από στόμα σε στόμα ότι με την Ελένη βλέπεις αστράκια». «Τί τους κάνατε;» τη ρωτάω. Παύση. Χαμογελάει με νόημα. Φοράει μασέλα, μόνο στη «βιτρίνα» της οδοντοστοιχίας της. Έχει γαλάζια μάτια, μεγάλα σαν αμύγδαλα. Γύρω τους σαν μαχαιριές, οι βαθιές ρυτίδες της. Στα νιάτα της πρέπει να ήταν κούκλα. «Όχι τί. Πώς τους τα έκανα να ρωτάς» μου λέει. «Με αγάπη» συμπληρώνει ψιθυριστά. Ισχυρίζεται ότι δεκαετία του 50 και του 60, «είχαμε πολλούς πρωτοκλασάτους, όχι σαν και τώρα. Τώρα έχουμε την πλέμπα -και τότε βεβαίως είχαμε τον ατημέλητο, τον φτωχό, τον παρατρεχάμενο, δεν ήταν αυτοί όμως ο κανόνας. Τί να θυμηθώ... Είχαμε ουρές τους ναυταίους. Κάτι παλικάρια δίμετρα. Εμείς ήμασταν. Δεν υπήρχαν άλλες. Εμείς στα "σπίτια" εννοώ. Ήταν και δύσκολες οι γυναίκες της εποχής και καιγόταν ο άντρας κι ερχόταν ξεφουντωμένος. Τώρα, όποια θέλουν την έχουν από το πρώτο, άντε από το δεύτερο βράδυ. Παίζει κι αυτό το ρόλο του...».
Της ζητάω να μου πει ιστορίες από την εποχή των κόκκινων φαναριών. «Τότε σου αναγνώριζαν ότι κάνεις λειτούργημα» λέει. «Ερχόταν ο πατέρας, σου έφερνε το γιο του, σου κλεινε το μάτι, του βαζε δέκα δραχμές στην κωλότσεπη, σου δινε και σένα πέντε χαρτζιλίκι και ήξερες πως έχεις ευθύνη. Ήταν σαν την πρώτη μέρα στο σχολείο. Εκλεινε η πόρτα κι αρχίζαμε την άλφα βήτα. Κι ερχόταν ο γονιός να το πάρει, μετά από μια ώρα. Υπήρχε μια σχέση εμπιστοσύνης, χωρίς πολλά λόγια.» Σήμερα, συνεχίζει η ίδια, «σχολιαρόπαιδα δεν έρχονται πια. Ποιος θα αφήσει το παιδί του εδώ; Μόνα τους, τα βλέπω καμιά φορά, κοιτάζουν με περιέργεια. Δεκαπεντάρικα και δεκαεφτάρικα, γυρίζουν από το σχολείο, σταματάνε και κοιτάζουν. Μια φορά, έβαλε ένα το κεφάλι μέσα από την πόρτα, φυσικά εγώ τον είδα από την κάμερα που έχω εκεί, "τί κοιτάς βρε μούργο;" του λέω. Μέχρι που να σηκωθώ, είχε φύγει τρέχοντας. Λες και θα του τα κοβα. Αχ και να ξερες, είπα μέσα μου, πόσους έχω στείλει στον παράδεισο.»
Οι πελάτες έχουν μαζευτεί στο σαλονάκι. Είναι νέοι, μάλλον Έλληνες. Εδώ δέχονται και ξένους. «Παλικάρια δεν είναι κι αυτά; Αν δω πως δεν είναι καθαρά, τα στέλνω να μπανιαριστούν. Δε το δίνω το κορίτσι έτσι». Ο ένας από τους πέντε είναι γραβατωμένος. Τους βλέπω από την οθόνη που υπάρχει στην κουζίνα, ενώ περιμένουν στον προθάλαμο. Αυτή η οθόνη και η μικρή τηλεόραση, μάταια προσπαθούν να εκσυγχρονίσουν το κουζινάκι. Ένα μαγνητάκι με τη μορφή της Παναγίας στο ψυγείο, μια πλαστική πιατοθήκη, με ένα ταλαιπωρημένο πυρέξ στον νεροχύτη κι ένας παμπάλαιος φούρνος από κάτω, πλέον vintage κομμάτι που θα τον αγόραζαν με χαρά χιπστερς για το σπίτι τους.
«Περάστε καλά. Πάρε το χρόνο σου αγόρι μου» λέει σε έναν εύσωμο κύριο, γύρω στα 50 κι εκείνος μπαίνει στο δωμάτιο. Από πίσω ακολουθεί το ημίγυμνο κορίτσι, κρατώντας 10 ευρώ. «Θες κάτι άλλο κοριτσάκι;» μου λέει η κ. Ελένη. «Από τι ώρα είστε εδώ;» ρωτάω. «Από τις 7.30 το πρωί. Έρχομαι να καθαρίσω, να στρώσω, για τους πρωινούς. Το κλείνουμε για δυο ωρίτσες. Στις 9, τ' ανοίγω. Θα βάλω να φτιάξω τον καφέ, θα δω τον Παπαδάκη, θα βάλω στο ραδιόφωνο τον Χατζηνικολάου, να ακούσω τί γράφετε εσείς οι δημοσιογράφοι. Στο μεταξύ έρχεται και κανάς πελάτης. Θα κάνω φαγητό, θα χουν ξεκινήσει και οι ειδήσεις για να αρχίσω τα βρισίδια. Τί άλλο να σου πω; Ενδιάμεσα θα πατήσω και κανά σφουγγάρισμα». Στο σπίτι την περιμένει κάθε απόγευμα ο 8χρονος εγγονός της. «Ξέρει αυτό που πρέπει να ξέρει: ότι η γιαγιά δουλεύει υπάλληλος σε σπίτια. Καθαρίστρια.».
Νωρίτερα στην Φυλής, η κ. Αννα, μου διηγείται πως αποκάλυψε στην κόρη της, όταν έγινε 14 ετών, ότι εργάζεται σε οίκο ανοχής. «Αφού χάσαμε τον μπαμπά σου, της είπα, κάτι έπρεπε να κάνω να σε μεγαλώσω. Μπήκα με ξανθά και βγήκα με άσπρα» λέει τραβώντας μια τούφα από τα μαλλιά της. «Μεγάλωσα όμως μια κοπέλα. Μια κόρη που τη σπούδασα, την πάντρεψα και έχω και δύο εγγονάκια».
Όταν σπρώξαμε τη γαλάζια πόρτα με την καρδιά, η κ. Άννα, έκανε επίδειξη σε πέντε πελάτες, την ψιλόλιγνη, ξανθιά κοπέλα που φορούσε όλα κι όλα, λίγα στρας στα επίμαχα σημεία και ένα ασημένιο στέμμα στο κεφάλι. Στο γυμνό της σώμα γυρόφερναν φωτορυθμικά. «Greek only» είπε με ύφος αυστηρό η κ. Άννα σε έναν νεαρό μετανάστη μόλις εκείνος εμφανίστηκε στην είσοδο. Δεν βάζω ξένους. «Δε γουστάρω» συνέχισε, απαντώντας στο βλέμμα απορίας μου.
«Αν είχαν γούστο θα κάναν μπουρδελότσαρκα μωρέ;» γύρισε και μου είπε καθώς έφευγαν οι πελάτες. Το ενδεχόμενο να την ακούσουν δε φαινόταν να την απασχολεί. Φωνή τραχιά, σαν να έχει καπνίσει τρία πακέτα άφιλτρα, βλέμμα αποφασιστικό, φαινεται «μπαρουτοκαπνισμένη». «Ηρθα κοριτσάκι 16 χρονών από την πατρίδα μου, τη Λαμία» λέει. Σήμερα είναι 79 ετών. «Ολες νόμιμες τις έχω. Κι όλες με τις εξετάσεις τους ανά 15ήμερο» τονίζει. «Είχε επηρεάσει τον τζίρο σας η ιστορία με το AIDS;». «Αυτός ο χώρος δεν επηρεάζεται από αυτά. Η κρίση είναι που μας ξέσκισε.».
«Το σπίτι είναι δικό σας;» ρωτάω. «Ναι απ' την πόρτα κι όξω» απαντάει γελώντας. "Εγώ είμαι υπηρετικόν προσωπικόν κοριτσάκι μου. Εγώ δεν εχω σπίτι, μάνα μου, να μείνω. Θα χω μπουρδέλο;». Μια ηλεκτρική σόμπα είχε μετατρέψει την κουζίνα σε φούρνο. Στο τραπέζι, ένα ταψί με μπιφτέκια και πατάτες. Δίπλα της το ημίγυμνο κορίτσι. «Η απόσταση από εκεί ως εδώ είναι μεγάλη. Αλλά και μικρή ταυτόχρονα» είπε κοιτάζοντάς την κοπέλα που διαπληκτιζόταν με κάποιον στο τηλέφωνο, σε μια γλώσσα του ανατολικού μπλοκ.
Τη ρωτάω αν της αρέσει η δουλειά της. «Όχι. Κι όποιον και να ρωτήσεις και σου πει ναι, ψέμματα θα σου πει». «Πόσα βγάζετε;» συνεχίζω. «Τόσα όσα. Λίγα. Από το πρωί ως το βράδυ όμως, ακούω στις τηλεοράσεις εκατομμύρια και εκατομμύρια. Κρίση σου λέει κι ακούς την άλλη κι έχει σαλέ, μαλέ, χαλέ. Κοριτσάκι μου άκου να δεις. Δεν έχει λεφτά ο κόσμος. Ρώτα κι εμάς. Φεύγοντας το βράδυ, βλέπω κόσμο να τρώει από τα σκουπίδια. Περισσεύουν λεφτά για μας νομίζεις; Αυτά κοριτσάκι μου. Ώρα να φύγετε τώρα.». Λίγο πριν φύγω, ρώτησα την κυρία Άννα: «Με τις κοπέλες δένεστε;». «Όχι βέβαια» ήταν η απάντηση. "Γιατί δένονται αυτές με εμάς;»