«Είμαστε κάτι σαν τους καπελάδες ή τους κατασκευαστές καμτσικιών: η εποχή μας είχε τελειώσει."
"Οι γραφιάδες έχουν ξοφλήσει"....
Το ξεχώρισε ο Mr. Arkadin, κατά κόσμον Νίκος Κ. Φωτάκης και μιλάει για την εποχή μας, την αλήθεια του καθενός μας, ένα τέλος εποχής που αν δε προσαρμοστούμε θα χαθούμε μαζί με τις διαφορές μας ο καθένας στην παρατήρηση του κόσμου και το υποκειμενικό ξεδιάλεγμα της αλήθεια. Η φράση για τους δημοσιογράφους – γραφιάδες, πως «ήμαστε κάτι σαν τους καπελάδες ή τους κατασκευαστές καμτσικιών: η εποχή μας είχε τελειώσει" ανήκει στην Τζίλιαν Φλιν και αναφέρεται στο τελευταίο της best-seller, "Το κορίτσι που εξαφανίστηκε", που κυκλοφορεί απ τις εκδόσεις Μεταίχμιο, σε μετάφραση Βάσια Τζανακάρη.
Δεν το έχω διαβάσει, αλλά θα σπεύσω αμέσως. Το κείμενο του Φωτάκη μου αποκάλυψε την «συγγένεια» συναισθημάτων με άλλους, που κάποτε γίναμε ένα μ αυτήν την δουλεία, μη μπορώντας να ξεχωρίσουμε διαφορές στη ζωή και στο γράψιμο, θεωρώντας ακρωτηριασμού την έλλειψη του.
"Κάποτε ήμουν δημοσιογράφος. Έγραφα για τηλεόραση και ταινίες και βιβλία. Τότε που οι άνθρωποι διάβαζαν ακόμη έντυπα, τότε που όλοι νοιάζονταν για τη γνώμη μου. Είχα έρθει στη Νέα Υόρκη στα τέλη της δεκαετίας του '90, στην ύστατη πνοή των ένδοξων ημερών, μόνο που τότε κανείς δεν είχε ιδέα. Η Νέα Υόρκη ήταν τίγκα στους γραφιάδες, κανονικούς γραφιάδες, γιατί τότε υπήρχαν περιοδικά, κανονικά περιοδικά, πολλά περιοδικά. Ήταν η εποχή που το ίντερνετ το φύλαγαν ακόμη στην άκρη του εκδοτικού κόσμου σαν κάποιο εξωτικό ζώο - του πετούσαν λίγες κροκέτες, το κρατούσαν από το λουρί και το κοίταζαν όπως χόρευε, αχ, τι χαριτωμένο, σίγουρα δεν θα μας σκοτώσει το βράδυ που θα κοιμόμαστε. Σκεφτείτε το: Μια εποχή που πιτσιρικάδες οι οποίοι μόλις είχαν τελειώσει το πανεπιστήμιο έρχονταν στη Νέα Υόρκη και πληρώνονταν για να γράφουν. Δεν είχαμε ιδέα ότι ξεκινούσαμε καριέρες που μέσα σε μια δεκαετία θα εξαφανίζονταν. Δούλευα επί έντεκα χρόνια, και μετά ξαφνικά δεν δούλευα - τόσο απότομα και γρήγορα έγιναν όλα. Σ' όλη τη χώρα τα περιοδικά άρχισαν να κλείνουν το ένα μετά το άλλο, υποκύπτοντας σε μια ξαφνική αρρώστια που έφερε η χρεοκοπημένη οικονομία. Οι γραφιάδες (όλων των ειδών: φερέλπιδες μυθιστοριογράφοι, αναλυτικοί στοχαστές, άνθρωποι που το μυαλό τους δεν δουλεύει αρκετά γρήγορα για να μπλογκάρουν, να λινκάρουν, να τουιτάρουν, κυρίως πεισματάρηδες φαφλατάδες γέροι) είχαν ξοφλήσει...»...
Θυμάμαι και εγώ τη ζωή στα περιοδικά! Που τώρα το να σου πουν πως έγραφες σ'αυτά είναι σχεδόν βρισιά, λες και κάνεις δε τα διάβαζε ποτέ. Και εγώ για βιβλία και ιστορίες ανθρώπων έγραφα. Ξεφυλλίζαμε τα νεουορκεζικα τεύχη και ζηλεύαμε τους λογοτέχνες που έγραφαν σ'αυτά, ονειρευόμασταν συγγένειες νοερές και αναζητούσαμε την προσαρμογή της δικής μας γραφής με εκείνους τους μεγάλους, άπιαστους ξένους.
Θυμάμαι τη ζήλεια μας, όποτε τα στελέχη ταξίδευαν στην Νέα Υόρκη για να επισκεφτούν τους ξένους εκδοτικούς οίκους, να παζαρέψουν τίτλους ή να εκπαιδευτούν. Θυμάμαι πως όταν γύρναγαν μας λέγανε ιστορίες και τις ακούγαμε σαν να'μασταν στην «Χώρα της σκιάς» του Ισμαήλ Κανταρέ, ατύπως αποκλεισμένοι απ'το μακρινό, το ονειρεμένο, το ταξιδιάρικα, το καινούργιο! Φωτογραφίες και ώρες αναλύσεων για έναν τίτλο, ή ένα φωτισμό αλλιώς που θα άξιζε να γίνει εξώφυλλο.
Εβδομάδες έρευνας και γραφής ενός κειμένου, με προσοχή στην τελεία, στο κώμα, στον εντυπωσιασμό της εισαγωγής και στην καινοτομία της λήξης. Θλίψη για την άνω τελεία και το λαχάνιασμα της που δεν υπήρχε στα πληκτρολόγια. Χαρά γιατί κάναμε μια δουλειά που λατρεύαμε και μας πλήρωναν και από πάνω. Ο χρόνος απ τα μέσα μας, ήταν με το μέρος μας. Αναγνωσόφιλος σύμμαχος.
Και τώρα; Επαναλαμβάνω από πιο πάνω: «Οι γραφιάδες (όλων των ειδών: φερέλπιδες μυθιστοριογράφοι, αναλυτικοί στοχαστές, άνθρωποι που το μυαλό τους δεν δουλεύει αρκετά γρήγορα για να μπλογκάρουν, να λινκάρουν, να τουιτάρουν, κυρίως πεισματάρηδες φαφλατάδες γέροι) είχαν ξοφλήσει...