Γιάννης Μπέζος: «Κάποιοι δεν είναι αντάξιοι για τη δική μας δουλειά. Ας μη λέμε ψέματα μεταξύ μας»
.jpg?t=EUN7o4OhsUem6iDq1gQHfw)
Ο Γιάννης Μπέζος μιλά στο Queen.gr με αφορμή τη σημερινή Παγκόσμια Ημέρα Θεάτρου: «Όπως έλεγε ο Λόπε Ντε Βέγα: Το θέατρο θέλεις τρεις σανίδες και ένα πάθος».
Ο Γιάννης Μπέζος δεν χρειάζεται βαρύγδουπες εισαγωγές ή τα συνήθη κολακευτικά σχόλια που προηγούνται μίας συνέντευξης. Δεν του αρέσουν και δεν του ταιριάζουν. Η πορεία στην υποκριτική εδώ και σχεδόν 5 δεκαετίες και οι σαφέστατες, ρεαλιστικές και διεισδυτικές τοποθετήσεις του για την τέχνη του «μιλούν» από μόνες τους.
Για αυτή την τόσο τίμια και ουσιαστική του πορεία και στάση, αποφασίσαμε να μιλήσουμε μαζί του στο Queen.gr με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα του Θεάτρου το οποίο υπηρετεί ανελλιπώς ως ηθοποιός και σκηνοθέτης, από το 1976, από την πρώτη του παράσταση στο πλευρό του Θύμιου Καρακατσάνη και του Βασίλη Διαμαντόπουλου. Έστω και αν ο πρώτος του ρόλος ήταν βουβός, γιατί εκείνη την εποχή οι φοιτητές της δραματικής σχολής δεν επιτρεπόταν πριν πάρουν την άδεια εξασκήσεως επαγγέλματος, να ομιλούν επί σκηνής.
Τη φετινή χρονιά η χώρα μας γνωρίζει μία σπουδαία τιμή. Ο σκηνοθέτης και δάσκαλος Θεόδωρος Τερζόπουλος υπογράφει το μήνυμα για αυτή την ημέρα. Είναι η δεύτερη φορά, μετά τον Ιάκωβο Καμπανέλλη το 2001 που επιλέγεται Έλληνας καλλιτέχνης για να δώσει το στίγμα της τέχνης και της εποχής. (Ολόκληρο το κείμενό του στο τέλος της συνέντευξης).
Με τον Γιάννη Μπέζο μιλάμε για την ουσία, τη μαγεία, τη σπουδαιότητα και την πεμτουσία του θεάτρου, τις αλλαγές και τις σκληρές αλήθειες που πρέπει να ειπωθούν και εκείνος τις λέει για μία ακόμη φορά για να μας κάνει για μία ακόμη φορά να σκεφτούμε βαθύτερα, πέρα από το προφανές.
«Η ύπαρξη του Γιάννη Μπέζου με χτυπά σαν βόλι στην καρδιά», λέει η Κατερίνα Λέχου και τι άλλο να πει
«Ό,τι γίνεται, γίνεται εκείνη τη στιγμή στο θέατρο. Αυτό το καθιστά μαγικό όταν γίνεται καλά, αφόρητο όταν γίνεται άσχημα»
Ο σκηνοθέτης Θεόδωρος Τερζόπουλος στο μήνυμά του για τη φετινή Παγκόσμια Ημέρα Θεάτρου αναρωτιέται μεταξύ άλλων: «Μπορεί ο προβολέας του θεάτρου να φωτίσει το κοινωνικό τραύμα και να πάψει να φωτίζει παραπλανητικά τον εαυτό του;» Συμφωνείτε με αυτή την τοποθέτηση;
Το θέατρο έχει μία θρησκευτική καταγωγή, έχει κάτι ιεραρχικό. Γεννήθηκε από μία λατρεία σε έναν θεό της μυθολογίας, τον θεό Διόνυσο. Είχε έναν συμβολισμό στο τελετουργικό του παλαιότερα, τον οποίο πλέον τον έχει χάσει, καθώς μεσολάβησαν αρκετοί αιώνες. Έχει να κάνει το θέατρο με αυτό που υποστηρίζει ο Τερζόπουλος, αλλά δια της τεθλασμένης. Δεν έχει σκοπό δηλαδή να διδάξει, ή να οδηγήσει τους ανθρώπους στο φως. Έχει όμως το θέατρο αποστολή, πρωτίστως να συγκινήσει, δευτερευόντως να παρηγορήσει δηλαδή να διασκεδάσει. Το θέατρο όμως θέλει και ταλαντούχο κοινό, εκτός από τους ταλαντούχους ηθοποιούς του. Όταν υπάρχει λοιπόν αυτό το κοινό από κάτω από στη σκηνή, παίρνει κάτι από το ευγενικό τους κόσμο. Αυτή λοιπόν είναι η αποστολή του, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι γίνεται μόνο για αυτό. Γίνεται γιατί εμείς οι καλλιτέχνες προσπαθούμε να κερδίσουμε με έναν τρόπο και την «αθανασία». Όχι μόνο οι ηθοποιοί αλλά και όλοι οι εμπλεκόμενοι σε αυτό.

Αναφερθήκατε στο κοινό και θα σας παραθέσω κάτι που ο Δημήτρης Χόρν είχε πει σε μία συνέντευξή του στον δημοσιογράφο Γιάννη Φλέσσα, μιλώντας για το κοινό: «Η τέχνη δεν επιτρέπεται να κατεβαίνει στον λαό, αλλά επιβάλλεται να ανεβάζει τον λαό».
Αυτή τη μεγάλη ευθύνη έχει η θεατρική σκηνή. Προσπαθεί κάποιες φορές λαϊκίζοντας να γίνει πιο κατανοητή. Ενώ το θέατρο λειτουργεί κυρίως μέσω του συναισθήματος και όχι μόνο μέσω του μυαλού. Όπως βλέποντας έναν πίνακα ζωγραφικής, μπορεί να μην τον αντιλαμβανόμαστε με το μυαλό, αλλά δημιουργεί μέσα μας έναν ολόκληρο συναισθηματικό κόσμο.
Χρειαζόμαστε νέους τρόπους αφήγησης και παρουσίασης στο θέατρο; Η νέα γενιά των αρκετά ταλαντούχων ηθοποιών, σκηνοθετών και συγγραφέων το έχουν καταφέρει; Πολύ συχνά τα τελευταία χρόνια βλέπουμε να χρησιμοποιούνται και τα ψηφιακά μέσα της τεχνολογίας για να πνεύσει ένας αέρας αλλαγής.
Το θέμα της παρουσίασης αφορά το «γύρω - γύρω» από το θέατρο. Αυτό που έχει σημασία, είναι ο υποκριτής (ο ηθοποιός δηλαδή) και το κείμενο.
Όπως έλεγε και ο Λόπε Ντε Βέγα: «Το θέατρο θέλει τρεις σανίδες και ένα πάθος». Αυτό είναι το πρωτοκύτταρό του. Τα άλλα μπορεί να λειτουργήσουν προσθέτοντας στο περιεχόμενό του. Όλα είναι ανεκτά και πρέπει να υπάρχουν και κυρίως θα πρέπει να μη τα φοβόμαστε.
Το θέατρο δεν απέφυγε να μπει στη φιλοσοφία της διαφήμισης και του marketing. Αλλοίωσε κατά κάποιον τρόπο, αυτό τη φυσιογνωμία του; Του «υπαγόρευσε» την πορεία του;
Το θέατρο δεν έχει αντίπαλο ούτε τη διαφήμιση, ούτε το marketing, αλλά τον κακό του εαυτό. Η καλύτερη δε επικοινωνία του θεάτρου είναι εκείνη τη στιγμή που παίζεται η παράσταση. Αν αυτή έχει αντίκρισμα, θα πυροδοτήσει ένα κοινό που θα ενδιαφερθεί να πάει να το δει. Αυτό που ονομάζουμε «από στόμα σε στόμα». Η διαφήμιση φυσικά και χρειάζεται, είναι απαραίτητη για να γίνει κάτι γνωστό. Αρκεί να γίνεται χωρίς υστερία και χωρίς τις παράπλευρες ανοησίες που γίνονται ή τις υπερβολές που δίνουν μία εικόνα που δεν υφίσταται ή λέμε διάφορα βαρύγδουπα και ο κόσμος τρομάζει και τελικά δεν έρχεται να μας δει.

Το θέατρο παραμένει ένα μέσο ανύψωσης της αισθητικής και του μορφωτικού μας επιπέδου, έχει αυτόν τον ρόλο και ως υποχρέωση προς το κοινό του, ανεξαρτήτου ηλικίας και γενιάς;
Σε σχέση με τις υπόλοιπες τέχνες το θέατρο έχει μία μοναδικότητα. Έχει όλες τις εκφάνσεις του ανθρώπινου σώματος. Έχει φωνή, κίνηση, θέλει την προσωπική σου παρουσία, θέλει πάνω απ’ όλα την προσωπικότητά σου και θέλει κυρίως να κάνεις άλμα στο κενό δίχως δίχτυ ασφαλείας.
Δεν έχει ούτε προηγούμενο, ούτε επόμενο. Ότι γίνεται, γίνεται εκείνη τη στιγμή στο θέατρο. Αυτό το καθιστά μαγικό όταν γίνεται καλά, αφόρητο όταν γίνεται άσχημα.
«Το μήνυμά μου για τη φετινή μέρα είναι προς τους συναδέλφους μου: Ας κάνουμε τη δουλειά μας πιο γοητευτική»
Να πάω σε μία πιο πρακτική πλευρά του θεάτρου που αφορά κυρίως εσάς τους ηθοποιούς. Μπορεί ένας ηθοποιός να βιοποριστεί κάνοντας μόνο θέατρο; Ή και λόγω της υπερπληθώρας των παραστάσεων και των θεαμάτων, είναι απαραίτητη και η παράλληλη ενασχόληση στην τηλεόραση που εξασφαλίζει πιο άνετο βιοπορισμό;
Βεβαίως και μπορεί να ζήσει ένας ηθοποιός από το θέατρο, αν μιλάμε για τα μεγάλα θέατρα όπου υπάρχει πλήρης, κανονική μισθοδοσία σε εξάμηνη – επτάμηνη βάση. Αλλά φυσικά η τηλεόραση σου εξασφαλίζει ένα έξτρα εισόδημα. Το έχω κάνει και εγώ και όλοι οι συνάδελφοι το κάνουν, όχι μόνο στην Ελλάδα. Μη νομίζετε επίσης πως οι μικρότερες θεατρικές σκηνές είναι καλύτερες στο εξωτερικό. Και εκεί έχουν τα ζητήματά τους. Είμαστε πολλοί ηθοποιοί, η αγορά είναι σχετικά μικρή και υπάρχουν αναταράξεις, αλλά πάντα θα υπάρχουν. Επίσης δεν πρέπει να ξεχνάμε και να μη φοβόμαστε να το λέμε, πως δεν είναι για όλους αυτή η δουλειά. Το ότι αποφοιτούν τόσοι ηθοποιοί από τις δραματικές σχολές δε σημαίνει ότι είναι παράλληλα και αντάξιοι, επαρκείς αυτής της δουλειάς. Μη λέμε ψέματα μεταξύ μας.
Μήπως υπάρχει και μία ευθύνη στις δραματικές σχολές; Να αλλάξουν τα κριτήρια επιλογής πριν φοιτήσει κάποιος ή κάποια σε αυτήν; Όσο σχετικό και αν είναι αυτό.
Μα αυτό είναι το θέμα, πως είναι πολύ σχετικό όλο αυτό. Πώς μπορείς να καταλάβεις αν κάνει ή αν δεν κάνει κάποιος για ηθοποιός; Είναι βιωματικό όλο αυτό και θα πρέπει να περάσει χρόνος για να το καταλάβεις.
Υπήρξαν ηθοποιοί κατά το παρελθόν που μας «αιχμαλώτισαν» ευχάριστα με μία τους επίδοση και δεν έκαναν τίποτε στη συνέχεια. Ή αντίστοιχα ηθοποιοί που δεν τους έπιανε το μάτι σου και ξαφνικά τους βλέπεις να ανθίζουν.
Για εμένα είναι και θέμα συγκυριών ή τύχης αν θέλετε. Από τους ανθρώπους της δουλειάς που θα σε εμπνεύσουν στο ξεκίνημά σου, που θα σε καθοδηγήσουν σωστά. Από τις ευκαιρίες που θα σου δοθούν να δείξεις το ταλέντο σου, αν το διαθέτεις.
Είναι και αυτό που λέτε, αλλά θεωρώ πως τελικά είναι πολύ προσωπικό θέμα. Η υποκριτική είναι μία πολύ προσωπική υπόθεση.
Έχετε ζωηρή ακόμη την ανάμνηση από την πρώτη φορά που πατήσατε πάνω σε θεατρική σκηνή;
Βεβαίως και τη θυμάμαι. Τότε δεν επιτρεπόταν όμως να μιλήσω ως ρόλος στην παράσταση, γιατί δεν είχε αλλάξει ο κανονισμός για την άδεια ασκήσεως επαγγέλματος, ήταν «κλειστό» τότε το επάγγελμά μας. Όλοι όσοι ήμασταν φοιτητές σε δραματική σχολή εκείνη την εποχή, μπορούσαμε να τραγουδήσουμε ή να παίζουμε σε μία παράσταση, αλλά χωρίς να μιλάμε. Ήταν η παράσταση «Αρμένικο φεγγάρι», ένα έργο του Νίκου Φώσκολου. Έπαιζαν σε αυτή την παράσταση ο Βασίλης Διαμαντόπουλος, ο Πέτρος Φυσσούν, ο Θύμιος Καρακατσάνης, η Σμαρούλα Γιούλη, ο Χρήστος Πολίτης και σκηνοθέτης ήταν ο Δημήτρης Ποταμίτης.
Ξεκινήσαμε με το μήνυμα του Θόδωρου Τερζόπουλου, αλλά θέλω να κλείσουμε με το δικό σας μήνυμα για την Παγκόσμια Ημέρα Θεάτρου.
Το μήνυμά μου θα απευθυνθεί περισσότερο προς τους συναδέλφους μου και λιγότερο προς το κοινό το οποίο έχει να αντιμετωπίσει τόσα προβλήματα σε καθημερινή βάση και ενδεχομένως να μην τον ενδιαφέρει και τόσο πολύ το θέατρο. Αν και είναι δική μας ευθύνη να το κάνουμε να ενδιαφερθεί.
Και το μήνυμά μου για την Παγκόσμια Ημέρα Θεάτρου, θα είναι ολιγόλογο: «Ας κάνουμε τη δουλειά μας πιο γοητευτική».
Το μήνυμα του Θεόδωρου Τερζόπουλου για την Παγκόσμια Ημέρα Θεάτρου
Η Παγκόσμια Ημέρα Θεάτρου καθιερώθηκε το 1961 από το Διεθνές Ινστιτούτο Θεάτρου με το πρώτο μήνυμα να γράφεται από τον Ζαν Κοκτώ το 1962. Εορτάζεται στις 27 Μαρτίου, ημέρα έναρξης της σεζόν του «Θεάτρου των Εθνών» το 1962 στο Παρίσι.
Μετά από 24 χρόνια, επιλέχθηκε ξανά ένας Έλληνας καλλιτέχνης, ο σκηνοθέτης και σπουδαίος δάσκαλος της υποκριτικής Θεόδωρος Τερζόπουλος, για να δώσει το δικό του μήνυμα για την ύψιστη τέχνη που υπηρετεί και εκείνος.
Στο μήνυμά του αναφέρει που έχει οπτικοποιηθεί (το παραπάνω video) αναφέρει:
«Μπορεί το θέατρο να αφουγκραστεί το SOS που εκπέμπει η εποχή μας, σε έναν κόσμο με πτωχοποιημένους πολίτες, έγκλειστους στα κελιά της εικονικής πραγματικότητας, περιχαρακωμένους στην ασφυκτική ιδιώτευσή τους; Σε έναν κόσμο με ρομποτοποιημένες υπάρξεις μέσα σε ένα ολοκληρωτικό σύστημα ελέγχου και καταστολής σε όλο το φάσμα της ζωής;
Ανησυχεί το θέατρο για την οικολογική καταστροφή, την αύξηση της θερμοκρασίας της γης, τις τεράστιες απώλειες της βιοποικιλότητας, τη μόλυνση των ωκεανών, το λιώσιμο των πάγων, την αύξηση των δασικών πυρκαγιών και τα ακραία καιρικά φαινόμενα; Μπορεί το θέατρο να γίνει ένα ενεργό κομμάτι του οικοσυστήματος; Το θέατρο παρακολουθεί τα φαινόμενα των ανθρώπινων επιπτώσεων στον πλανήτη εδώ και πολλά χρόνια, αλλά δυσκολεύεται να συνδιαλλαγεί με αυτό το πρόβλημα.
Αγωνιά το θέατρο για την ανθρώπινη κατάσταση όπως αυτή διαμορφώνεται τον 21ο αιώνα, όπου ο πολίτης άγεται και φέρεται από πολιτικά και οικονομικά συμφέροντα, από δίκτυα ενημέρωσης και εταιρείες διαμόρφωσης κοινής γνώμης; Όπου τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, όσο και αν διευκολύνουν, αποτελούν το μεγάλο άλλοθι της επικοινωνίας, γιατί προσφέρουν την απαραίτητη απόσταση ασφαλείας από τον Άλλον; Ένα διάχυτο αίσθημα φόβου απέναντι στον Άλλον, τον διαφορετικό, τον Ξένο, κυριαρχεί στις σκέψεις και τις πράξεις μας.
Μπορεί το θέατρο να λειτουργήσει ως ένα εργαστήρι συνύπαρξης των διαφορετικοτήτων, χωρίς να λάβει υπόψιν του το τραύμα που αιμορραγεί;
Το τραύμα αιμορραγεί και μας καλεί να ανακατασκευάσουμε τον Μύθο. Κι όπως λέει ο Χάινερ Μύλλερ, «ο μύθος είναι ένα σώρευμα, μια μηχανή, στην οποία μπορούν να προσαρτώνται συνεχώς καινούργιες κι άλλες μηχανές. Μεταφέρει την ενέργεια ώσπου η αυξανόμενη ταχύτητα να ανατινάξει τον κύκλο του πολιτισμού» και, θα πρόσθετα, τον κύκλο της βαρβαρότητας.
Μπορεί ο προβολέας του θεάτρου να φωτίσει το κοινωνικό τραύμα και να πάψει να φωτίζει παραπλανητικά τον εαυτό του;
Ερωτήματα που δεν επιδέχονται οριστικές απαντήσεις, επειδή το θέατρο υπάρχει και μακροημερεύει χάρη στα αναπάντητα ερωτήματα.
Ερωτήματα που πυροδότησε ο Διόνυσος, περνώντας απ’ τον γενέθλιο τόπο του, τη θυμέλη του αρχαίου θεάτρου, και συνεχίζοντας σιωπηλός το προσφυγικό ταξίδι του σε τοπία πολέμου, σήμερα, την παγκόσμια ημέρα του θεάτρου.
Ας κοιτάξουμε στα μάτια τον Διόνυσο, τον εκστατικό θεό του θεάτρου και του Μύθου, που ενώνει το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον· τέκνο δύο γεννήσεων, του Δία και της Σεμέλης, εκφραστής ρευστών ταυτοτήτων, γυναίκα και άνδρας, οργισμένος και πράος, θεός και ζώο, στο μεταίχμιο μεταξύ τρέλας και λογικής, τάξεως και χάους, ακροβάτης στο όριο της ζωής και του θανάτου. Ο Διόνυσος θέτει το θεμελιώδες οντολογικό ερώτημα «περί τίνος πρόκειται», ερώτημα που ενεργοποιεί τον δημιουργό προς την κατεύθυνση μιας ολοένα βαθύτερης έρευνας της ρίζας του μύθου και των πολλαπλών διαστάσεων του ανθρώπινου αινίγματος.
Χρειαζόμαστε νέους τρόπους αφήγησης που θα αποσκοπούν στην καλλιέργεια της μνήμης και στη διαμόρφωση μιας νέας ηθικής και πολιτικής ευθύνης, με στόχο την έξοδο από την πολύμορφη δικτατορία του σημερινού μεσαίωνα».