Ένα άριστα την ημέρα τον γιατρό τον κάνει πέρα
Ο πιο καλός ο μαθητής είναι ο πιο υγιής ενήλικας.
Οι καλές επιδόσεις στο σχολείο δεν κάνουν καλό μόνο στην πνευματική εξέλιξη των μαθητών αλλά ευνοούν και την υγεία των ενηλίκων. Η εκπαίδευση, σύμφωνα με πολλές μελέτες, συνδέεται με την καλή υγεία και οι καλοί βαθμοί ενός μαθητή είναι άρρηκτα συνδεδεμένοι με την καλή ψυχολογική υγεία του μια που του προσφέρει αυτοπεποίθηση. Αλλά αυτό μα και το όφελός του όσον αφορά στην εξέλιξή του στους κόλπους του σχολείου, του Πανεπιστημίου και μετέπειτα της επαγγελματικής του σταδιοδρομίας δεν είναι το μόνο θετικό που προσφέρει το να είναι κανείς καλός και επιμελής μαθητής.
Σύμφωνα με μια έρευνα του Πανεπιστημίου Wisconsin-Madison της Αμερικής με επικεφαλής την Pamela Herd που δημοσιεύτηκε στο Journal of Health and Social Behaviour οι καλοί βαθμοί και οι καλές επιδόσεις στο γυμνάσιο και στο λύκειο, γενικώς, παίζουν ρόλο και στην καλή υγεία στη συνέχεια της ζωής των ενηλίκων.
Στην έρευνα εξετάστηκαν 10.000 μαθητές που αποφοίτησαν από το Λύκειο το 1957 για να καταγραφεί η πορεία της υγείας τους τα επόμενα 53 χρόνια, έως το 2010 δηλαδή. Τα πορίσματα της μελέτης έδειξαν πως όσο καλύτερος ήταν ο βαθμός απολυτηρίου ενός μαθητή τόσο μικρότερη ήταν η πιθανότητα να μην έχει καλή υγεία μεταγενέστερα. Οι καλύτεροι μαθητές δεν υπέφεραν από προβλήματα υγείας κοντά στην ηλικία συνταξιοδότησής τους, αλλά έχαιραν άκρας υγείας, κάτι που η έρευνα δεν θα μπορούσε να ισχυριστεί για τους πιο αδύναμους που διαπιστώθηκε πως ήταν πιο επιρρεπείς σε προβλήματα υγείας.
Σύμφωνα με τους ερευνητές οι διαπιστώσεις αυτές δικαιολογούνται ως εξής: το αίσθημα ευσυνειδησίας που χαρακτήριζε τους επιμελείς μαθητές τους ακολούθησε και στην υπόλοιπη ζωή τους και τους παρότρυνε να αποφύγουν ανθυγιεινές συνήθειες ζωής μα και να είναι πιο συνεπείς όσον αφορά στις ιατρικές εξετάσεις τους ώστε να προλαμβάνουν πιθανά προβλήματα υγείας.
Οι ευεργετικές ιδιότητες και επιδράσεις της καλής σχολικής ζωής μπορούν να είναι φανερές χρόνια πολλά μετά την αποφοίτηση από το σχολείο, όπως δήλωσε η επικεφαλής του ερευνητικού προγράμματος Pamela Herd.