Μαρία Γκασούκα: «Είμαστε σε καλό δρόμο στη διεκδίκηση της εξάλειψης του γλωσσικού σεξισμού»
Η ομότιμη καθηγήτρια Λαογραφίας και Φύλου στο Πανεπιστήμιου Αιγαίου, Μαρία Γκάσουκα, έγραψε πριν από πέντε χρόνια τον «οδηγό χρήσης μη σεξιστικής γλώσσας στα διοικητικά έγγραφα», ένα καινοτόμο εγχείρημα που έβαλε στο μικροσκόπιο τις έμφυλες διακρίσεις στον γραπτό λόγο των δημοσίων εγγράφων.
Η ανισότητα εις βάρος των γυναικών βρίσκεται ακόμα και μέσα σε κάτι τόσο απρόσωπο, όσο είναι τα αρχεία της Δημόσια Διοίκησης και με αφορμή τη φετινή Παγκόσμια Ημέρα της Γυναίκας και το μότο της #embraceequity ψάξαμε μαζί της να δούμε πόσα βήματα έχουμε κάνει μπροστά σε θέματα ισότητας, στον γραπτό λόγο και στην καθημερινότητά μας. «Στη διεκδίκηση νομίζω πως είμαστε σε καλό δρόμο και είναι ιδιαίτερα παρήγορο γεγονός η ανάπτυξη μετά από καιρό του φεμινιστικού κινήματος και στη χώρα μας, με τη συμμετοχή νέων γυναικών και σημαντικά αιτήματα όπως είναι η εξάλειψη της έμφυλης βίας, για παράδειγμα, ή του γλωσσικού σεξισμού», εξηγεί η κ.Γκάσουκα και απαντάει στις ερωτήσεις μας.
Ποιο είναι το αντικείμενο μελέτης της φεμινιστικής γλωσσολογίας και πώς μπορεί να συμβάλλει στην εξάλειψη των γλωσσικών διακρίσεων;
Θα μου επιτρέψετε εξαρχής να διευκρινίσω πως δεν είμαι γλωσσολόγος. Οι μακρόχρονοι προβληματισμοί μου γύρω από τον ρόλο και τις επιπτώσεις της σεξιστικής γλώσσας στην αναπαραγωγή και διαιώνιση της έμφυλης ιεραρχίας και ανισότητας, που προέκυψαν και από την ιδιότητά μου ως συγγραφέα είκοσι βιβλίων, με οδήγησαν στη συνάντησή μου με τη φεμινιστική γλωσσολογία και κυρίως το έργο της Spender, ήδη από τη δεκαετία του 1980. Η φεμινιστική γλωσσολογία, όπως αναφέρθηκε και από τη Γεωργαλίδου κι όχι μόνο, έθεσε στο κέντρο του επιστημονικού ενδιαφέροντός της το ζήτημα του γλωσσικού σεξισμού, ο οποίος συνδέεται με κοινωνικές αξίες και ιδεολογίες στις οποίες μυούνται τα άτομα μέσω του λόγου ακόμα και από πολύ μικρή ηλικία. Πρόκειται για τη χρήση της γλώσσας που δίνει το προβάδισμα στο αρσενικό έναντι του θηλυκού, που εμπεριέχει λέξεις και εκφράσεις οι οποίες προσβάλλουν, υποβαθμίζουν, απαξιώνουν και αποκλείουν τις γυναίκες και γενικά εμπεριέχει και διαμορφώνει το μήνυμα της ανισότητας των φύλων με πολλούς τρόπους. Αυτή η γλώσσα είναι που αναπαράγει το γυναικείο και το ανδρικό πρότυπο τόσο στο κοινωνικό περιβάλλον, όσο και στα πάσης φύσεως κείμενα, διοικητικά έγγραφα και έγγραφα όλου του δημόσιου βίου, ακόμα και της εκπαίδευσης. Με άλλα λόγια, με τον όρο «γλωσσικός σεξισμός» εννοείται η γλωσσική διεπίδραση σε μια ανδροκρατική κοινωνία, στην οποία η γλώσσα αποτυπώνει ακριβώς τις σχέσεις εξουσίας ανάμεσα στα φύλα και λειτουργεί με τέτοιο τρόπο ώστε να διαιωνίζεται και να νομιμοποιείται η εξουσία των αντρών εις βάρος των γυναικών.
Πολλές φορές, όταν επισημαίνεται το ζήτημα των γλωσσικών επιλογών ως φορέων διακρίσεων, πολλοί υποβαθμίζουν το όλο θέμα κάνοντας λόγο για «πόλεμο λέξεων» (το ελληνικό του «it’s just semantics»). Τελικά, είναι όντως ένα έλασσον θέμα που μας αποπροσανατολίζει από την ουσία πιο «σοβαρών» ζητημάτων;
Το εάν η γλώσσα είναι σεξιστική αποτελεί σύμπτωμα, όχι την ίδια την ασθένεια. Για να αλλάξει, επιβάλλεται πριν από όλα να κατανοήσουμε τις βαρύτατες συνέπειες της έμφυλης διαίρεσης και ιεραρχίας σε κάθε πτυχή της ζωής των ανθρώπων. Ωστόσο, επιβάλλεται να αντισταθούμε στην άποψη που κυκλοφορεί, σύμφωνα με την οποία ο γλωσσικός σεξισμός αποτελεί ξεπερασμένο πρόβλημα. Ο λόγος και η γλώσσα «κατασκευάζουν» τον κόσμο σε συμβολικό επίπεδο. Κι όσο οι γυναίκες απουσιάζουν από αυτή την «κατασκευή», ο κόσμος θα δομείται ως αρσενικός κόσμος και θα διαιωνίζεται το γεγονός πως οι άνδρες νομιμοποιούνται-μόνοι αυτοί- να μιλούν και να αποφασίζουν για λογαριασμό και των δύο φύλων, γεγονός με βαρύτατες επιπτώσεις στην γενικευμένη προσπάθεια της επίτευξης της έμφυλης ισότητας. Από την άλλη, η χρήση λέξεων και γλωσσικών μορφών με διαφορετικό τρόπο μετονομάζει και ερμηνεύει εκ νέου την πραγματικότητα και, ως εκ τούτου, μπορεί να συμβάλει στην αποτελεσματική κοινωνική αλλαγή, μειώνοντας τα γλωσσικά στερεότυπα, την ασύμμετρη αντιμετώπιση των φύλων μέσω της γλώσσας και των ανισοτήτων εξουσίας.
Μπορείτε να μας δώσετε μερικά παραδείγματα κοινότοπου γλωσσικού σεξισμού έτσι όπως καταγράφονται στη γλωσσική καθημερινή χρήση;
Ο γλωσσικός σεξισμός καλύπτει ευρύ και ποικίλο εύρος λεκτικών πρακτικών συμπεριλαμβανομένου όχι μόνο του τρόπου με τον οποίο οι γυναίκες επισημαίνονται και αναφέρονται στο πλαίσιο του αλλά και του τρόπου με τον οποίο αποσιωπούνται και καθίσταται αόρατες. Πάντοτε σχεδόν θα αναφερθούμε σε (δανείζομαι από διάφορα κείμενα): «τον ορισμό του υπεύθυνου εκπρόσωπου του Δήμου ως συνεργάτη», « με χρέη επιστημονικού συμβούλου», «προώθηση της ιδιότητας των νέων ως ενεργοί πολίτες και ως ευρωπαίοι πολίτες», «μόνιμοι εκπαιδευτικοί», «των Ρομά, Ελλήνων και αλλοδαπών», «ο αμέσως επόμενος αδιάθετος υπάλληλος», «έναν έμπιστο συνάδελφο» κ.λπ. Αλλά και άλλες αναφορές, και γραπτές, για τους πάντοτε αγωνιστές, αντάρτες, διανοούμενους, δημόσιους κ.λπ. Κι είναι ιδιαίτερα χαρακτηριστική η τελευταία λέξη, καθώς όταν μιλάμε για «δημόσιο άνδρα» εννοούμε έναν σημαντικού κύρους άνδρα, ενώ όταν μιλάμε για «δημόσια γυναίκα» εννοούμε μια εκδιδόμενη γυναίκα. Και να σας θυμίσω το πρόσφατο γεγονός της εξαφάνισης των νοσηλευτριών από τον δημόσιο λόγο (ΜΜΕ, Υπουργών κ.ά), ενώ έδιναν στην πρώτη γραμμή με κίνδυνο της ζωής τους τη μάχη με τον covid, ιδιαίτερα τα πρώτα χρόνια. Όλοι και δυστυχώς όλες, κατά κανόνα, αναφέρονταν σε νοσηλευτές, οι οποίοι αποτελούν ελάχιστο ποσοστό του κλάδου εξαφανίζοντας τη θηλυκή υπόσταση της συντριπτικής πλειοψηφίας του.
Τελικά είναι προβληματικό να λέμε η φιλόλογος και η γιατρός; Γιατί μας ξενίζει η χρήση θηλυκών επαγγελματικών (σε επαγγέλματα με υψηλό κύρος), όπως «φιλολογίνα», «δικαστίνα», «πρυτάνισσα», «βουλεύτρια» κτλ τα οποία είναι ορθά σχηματισμένα με βάση τους κανόνες της γλώσσας μας;
Τα κείμενα και οι σημασίες τους αντανακλούν τις κοινωνικές και πολιτισμικές συνθήκες, επηρεάζοντας μονοσήμαντα τη σκέψη και τη συμπεριφορά των αποδεκτριών/ών, εφόσον η ερμηνεία τους εξαρτάται από αντικειμενικά γνωρίσματα, όπως το φύλο, το εισόδημα, η μόρφωση, το επάγγελμα κ.τ.λ. και έτσι αναπαράγουν αυτές τις συνθήκες. Συντηρούν δηλαδή κυριαρχικούς ή και ηγεμονικούς Λόγους σχετικούς με τους ρόλους του άνδρα και της γυναίκας στο εκάστοτε κοινωνικοπολιτισμικό πλαίσιο. Όπως αναφέρει η σπουδαία φεμινίστρια γλωσσολόγος και φίλη Μαριάνθη Γεωργαλίδου, τύποι της υψηλής ποικιλίας της Ελληνικής, κυρίως αυτοί που χρησιμοποιούνται σε επίσημα γραπτά ή προφορικά είδη λόγου, προέρχονται από τη λεγόμενη λόγια γλώσσα, δηλαδή αποτελούν συνέχεια των μορφολογικών κανόνων αρχαϊζουσών ποικιλιών. Τέτοια παραδείγματα αποτελούν τα επαγγελματικά ουσιαστικά, και κυρίως αυτά που συνδέονται με επαγγέλματα υψηλού κοινωνικού κύρους. Το σίγουρο είναι ότι αν και οι γλώσσες αλλάζουν και οι αλλαγές συνδέονται τόσο με γλωσσικές όσο και κοινωνιογλωσσικές παραμέτρους, υπάρχει ισχυρή αντίσταση να δεχτούμε λ.χ. το «πρυτάνισσα» ή «διδακτόρισσα», ενώ δεν διστάζουμε στη χρήση του «φουρνάρισσα» ή «μανάβισσα». Το ίδιο συμβαίνει επίσης με το χαρακτηριστικό «χορεύτρια», αλλά όχι «βουλεύτρια».
Επίσης, όσες προνομιούχες ομάδες θίγονται από όψεις του γλωσσικού σχεδιασμού πολλές φορές θέτουν εαυτούς στη θέση του θύματος. Σε πολλές περιπτώσεις πρόκειται μάλιστα για μια στρατηγική αντίστασης απέναντι σε γλωσσικές αλλαγές που συνοψίζεται στη φράση «σε λίγο δεν θα μπορούμε να μιλάμε»; Είναι τελικά ένα ζήτημα απώλειας προνομιών ή μιλάμε για ένα είδος επιτήρησης του δημόσιου λόγου;
Οι αρνητικές αντιδράσεις, τόσο συλλογικές (ανώτατοι μορφωτικοί οργανισμοί), όσο και ατομικές, δεν προκαλούνται μόνον από την καινοτομία της διεκδίκησης μη σεξιστικής γλώσσας, αλλά εξαρτώνται επίσης από ευρύτερες πεποιθήσεις και στάσεις απέναντι στα ζητήματα φύλου και αποδοχής της πατριαρχίας, αλλά και με αντιστάσεις κατά διαφόρων καινοτομιών. Κι είναι η UNESCO και όχι κάποιες φεμινίστριες που επισημαίνει ήδη από το 2011 «μια αυξανόμενη συνειδητοποίηση ότι η γλώσσα δεν αντικατοπτρίζει απλά τον τρόπο που σκεφτόμαστε. Διαμορφώνει επίσης τη σκέψη μας. Εάν χρησιμοποιούνται συνεχώς λέξεις και εκφράσεις που υποδηλώνουν ότι οι γυναίκες είναι κατώτερες από τους άνδρες, αυτή η υπόθεση κατωτερότητας τείνει να γίνει μέρος της νοοτροπίας μας. Γι’ αυτό και η ανάγκη να προσαρμόσουμε τη γλώσσα μας όταν οι ιδέες μας εξελίσσονται» ( UNESCO, 2011, Π. 4).
Αυτό μας φέρνει και στο ζήτημα της πολιτικής ορθότητας. Γιατί τελικά είναι τόσο παρεξηγημένη έννοια στη χώρα μας;
Δεν μου αρέσει ο όρος και η χρήση του συνεπάγεται τις περισσότερες φορές την υπονόμευση, ακύρωση ή συχνά γελοιοποίηση πολιτικών, φεμινιστικών και κοινωνικών ευρύτερα διεκδικήσεων. Κι αυτό δεν συμβαίνει μόνο στην Ελλάδα. Αν και έλκει την καταγωγή του από τα πρώτα συναρπαστικά χρόνια της Μεγάλης Οκτωβριανής Επανάστασης, έχει καταλήξει διεθνώς και ιδιαίτερα στις ΗΠΑ, σε αποτελεσματικό εργαλείο της Δεξιάς, στην υπηρεσία των πάσης φύσεως συμφερόντων της. Και ως αριστερή φεμινίστρια, συμφωνώ απόλυτα με τον οικονομολόγος Paul Krugman ότι η μεγάλη απειλή για τον λόγο μας είναι η δεξιά πολιτική ορθότητα, η οποία έχει πολλή δύναμη και χρήματα πίσω της, αλλά και στόχο να καταστήσει αδύνατο να μιλήσει κάποια ή κάποιος και ενδεχομένως ακόμη και να σκεφτεί, για ιδέες που αμφισβητούν την καθιερωμένη τάξη, όπως είναι προφανώς οι φεμινιστικές.
Ζητούμενο στο γλωσσικό σχεδιασμό είναι αφενός το κίνητρο με το οποίο προτείνεται μια αλλαγή αλλά και κατά πόσο ενδυναμώνονται οι αντιστάσεις των ομάδων που υφίστανται διακρίσεις στο γλωσσικό πεδίο. Νιώθετε ωστόσο ότι πολλές φορές το γλωσσικό πεδίο λειτουργεί ως βαλβίδα εκτόνωσης των διάφορων συγκρούσεων προκειμένου οι ισχυρές ομάδες να διατηρούν την ηγεμονία τους σε άλλα πιο σημαντικά για εκείνες πεδία; Με πιο απλά λόγια, «παραχωρούν» γλωσσικές αλλαγές αλλά όχι άλλες που ίσως τους είναι περισσότερο επιζήμιες.
Σίγουρα κάποιες ανώδυνες γλωσσικές αλλαγές μπορεί να συμβούν και συμβαίνουν, όπως λ.χ. η συχνότερη τον τελευταίο καιρό χρήση του αρσενικού και του θηλυκού γένους από γυναίκες και άνδρες εκπαιδευτικούς, δημοσιογράφους, συγγραφείς κ.ά. Όμως και σε αυτή την περίπτωση υπάρχουν σθεναρότατες αντιστάσεις κοινωνικών ομάδων, με πιο χαρακτηριστική αυτή των νομικών, ιδιαίτερα όσων συντάσσουν νόμους. Ο νομικός λόγος είναι εξαιρετικά συντηρητικός, και πολύ πίσω από τις σημαντικές κοινωνικές/πολιτιστικές αλλαγές που συντελούνται και τις οποίες θα έπρεπε να αποτυπώνει.
Η χρήση, δηλαδή η από τα κάτω γλωσσική παραγωγή, είναι εκείνη που οδηγεί στην προτυποποίηση μιας γλωσσικής αλλαγής. Μπορεί ο γλωσσικός σχεδιασμός να επιβάλλει από τα πάνω αλλαγές στη χρήση της γλώσσας για την αντιμετώπιση του σεξισμού και αν είναι πόσο αποτελεσματικός είναι;
Οι νέες αντιλήψεις χάραξης γλωσσικής πολιτικής, η οποία λαμβάνει υπόψη τη διάσταση του φύλου, αποτελούν προϊόντα ερευνών (όπως αυτή του Καναδά 1987, της ΕΕ, 2012-2014 κ.λπ.), συνδέονται με το ζήτημα της έμφυλης δημοκρατίας και τα γλωσσικά δικαιώματα και έχουν οδηγήσει στην πιο ενδιαφέρουσα περίοδο των αγώνων κατά του γλωσσικού σεξισμού. Σήμερα βρίσκεται στην επικαιρότητα ο «Φεμινιστικός Γλωσσικός Σχεδιασμός» (ΦΓΣ). Για άλλη μια φορά όμως θα επιμείνω πως μία μεταρρύθμιση της γλώσσας από μόνη της δεν μπορεί να αλλάξει τις άμεσες έμφυλες σχέσεις, αν δεν αλλάξουν και μία σειρά άλλοι κοινωνικοί παράγοντες και δομές. Η εξάλειψη του γλωσσικού σεξισμού εξαρτάται και από τις αλλαγές που θα σημειωθούν στο κοινωνικό και πολιτισμικό πλαίσιο, οι οποίες θα στοχεύουν στην εξάλειψη ευρύτερων σεξιστικών αντιλήψεων και πρακτικών.
Εφόσον κάθε γλωσσική επιλογή είναι δείκτης ταυτότητας/διάκρισης κτλ. δεν υπάρχει ο κίνδυνος με κάθε τι που λέμε να βρίσκεται και μια ομάδα ή άτομο που θίγεται από τη συγκεκριμένη επιλογή;
Οφείλουμε να είμαστε ιδιαίτερα προσεκτικές και προσεκτικοί στο τι και πώς το λέμε και το γράφουμε, γεγονός που απαιτεί ενσυναίσθηση και-γιατί όχι;- ένα είδος άσκησης. Και εδώ τίθεται το ζήτημα του κακοποιητικού ευρύτερα λόγου. Αλλά τι είναι ακριβώς ο κακοποιητικός λόγος, γραπτός ή προφορικός; Και πόσο ευδιάκριτο είναι το όριο που τον χωρίζει από έναν μη κακοποιητικό, και στην περίπτωσή μας από έναν αιχμηρό, ειρωνικό ίσως κ.ά., πολιτικά θεμιτό ωστόσο, λόγο; Είναι γνωστός και ως λεκτική επιθετικότητα, λεκτική βία, ψυχολογική επιθετικότητα κ.λπ. κι αποτελεί τύπο ψυχολογικής/διανοητικής κακοποίησης, η οποία αναφέρεται στη χρήση προφορικής , χειρονομίας και γραπτής γλώσσας που απευθύνεται προς ένα θύμα. Ωστόσο, επιβάλλεται ιδιαίτερη προσοχή, καθώς η έννοια εξακολουθεί να αμφισβητείται ευρέως, ιδίως όσον αφορά τη σχέση της με την ελευθερία της γνώμης και της έκφρασης, τη μη διάκριση και την ισότητα. Θεωρώ πως ως ζήτημα αφορά ιδιαίτερα τους και τις δημοσιογράφους, που θα άξιζε να ασχοληθούν με αυτό.
Το 2018 συντάξατε τον οδηγό χρήσης μη σεξιστικής γλώσσας στα διοικητικά έγγραφα. Πέντε χρόνια μπορείτε να κάνετε μια αποτίμηση;
Είναι η πρώτη φορά, από όσο γνωρίζουμε, που έγινε στη χώρα μας συστηματική επιστημονική προσπάθεια υπέρβασης του γλωσσικού σεξισμού των διοικητικών εγγράφων και ολόκληρο το εγχείρημα υπήρξε εξαιρετικά καινοτόμο. Ούτε η επιστημονική ομάδα σύνταξής του περίμενε την απήχησή του όχι μόνο στη Ελλάδα, αλλά και διεθνώς. Για παράδειγμα, η Ευρωπαϊκή Ένωση μας κάλεσε να επιμορφώσουμε σχετικά το σύνολο του ελληνόφωνου προσωπικού της. Προσωπικά έκανα την επιμόρφωση τόσο στις Βρυξέλλες όσο και στο Λουξεμβούργο. Αξιοποιήθηκε ιδιαίτερα από την ελληνική ακαδημαϊκή κοινότητα, νέες/ους ερευνήτριες/ές, και ενέπνευσε το κίνημα που αναπτύσσεται στα πανεπιστήμιά μας για την υπέρβαση του γλωσσικού σεξισμού στα έγγραφα, τις ιστοσελίδες τους, στις διδακτικές πρακτικές. Θα προσθέταμε πως ο Οδηγός λειτουργεί και εξαιρετικά διαπαιδαγωγητικά για το σύνολο του ανθρώπινου δυναμικού της ελληνικής Δημόσιας Διοίκησης και περισσότερο για εκείνες και εκείνους τις εργαζόμενες και τους εργαζόμενους που είναι είτε στελέχη των Υπουργείων, είτε των Περιφερειών και των Δήμων, προκειμένου κατά την άσκηση των καθηκόντων τους και τη σύνταξη των δημοσίων εγγράφων να εξαλείψουν τα έμφυλα στερεότυπα, που αναπαράγουν συνειδητά και ασυνείδητα διακρίσεις που συνδέονται με τα κοινωνικά φύλα, τους άνδρες και τις γυναίκες. Βασίζεται στην άποψη πως στο πλαίσιό τους αναπαράγεται και διαιωνίζεται, ανάλογα με τις ιστορικές και πολιτιστικές συνθήκες, το πλέγμα των κυρίαρχων κάθε φορά έμφυλων προκαταλήψεων και στερεοτύπων. Αυτό συμβαίνει και στο γραπτό λόγο που εκφέρουν τα διοικητικά έγγραφα. Ωστόσο, τα δημόσια έγγραφα μπορεί και πρέπει να αποτελέσουν και όχημα υπέρβασης του σεξισμού και προς την κατεύθυνση αυτή κινείται ο Οδηγός, ο οποίος κυκλοφόρησε σε Βιβλίο από τη Γενική Γραμματεία Ισότητας και το Εθνικό Τυπογραφείο το 2018.
Δυστυχώς, η αλλαγή στις αντιλήψεις περί φύλου και η κατάργηση της ΓΓΙΦ που συνόδεψαν την κυβερνητική αλλαγή του 2019, σε ό,τι αφορά τη Δημόσια Διοίκηση, δεν συνέχισαν την προσπάθεια και ούτε λόγος για την τόσο απαραίτητη μετά το τέλος της πενταετίας ανάλογης έρευνας για τις επιπτώσεις του Οδηγού στη γλώσσα των διοικητικών εγγράφων, όπως συνέβη σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, λ.χ. στην Ισπανία.
Πιστεύετε ότι θα επικρατήσουν τύποι όπως «ολ@», «τ@», κι αν ναι τι συμβαίνει με το γλωσσικό αισθητήριο το οποίο κάπως «κλωτσάει» όταν τους βλέπουμε σε γραπτά κείμενα ή τους ακούμε;
Η χρήση νέων, άφυλων καταλήξεων, αντωνυμιών κ.λπ. (όπως το e στα Ισπανικά, το hen στα Σουηδικά ή το γνωστό μας @) διατηρούν τη θηλυκή αορατότητα και είναι ευνόητο να προκαλούν αντιδράσεις φεμινιστριών. Οι γυναίκες αγωνίζονται για απίστευτα μακρύ διάστημα να γίνουν ορατές στον λόγο, καθώς προσπαθούν, μεταξύ άλλων, να αντιπαλέψουν και το γεγονός ότι είναι κοινωνικοποιημένες και κοινωνικοποιημένοι οι άνθρωποι να χρησιμοποιούν σκόπιμα μια μορφή γλώσσας, η οποία αντιμετωπίζει τους άνδρες ως τον κανόνα και τις γυναίκες ως την εξαίρεση και προφανώς δεν είναι διατεθειμένες να απεμπολήσουν το δικαίωμά τους αυτό.
Η φετινή «Παγκόσμια Ημέρα της Γυναίκας» έχει ως μότο το #embracequity. Ποιο είναι το δικό σας σχόλιο απέναντι στη διεκδίκηση της ισότητας σε όλους τους τομείς στην Ελλάδα. Είμαστε σε καλό δρόμο;
Στη διεκδίκηση νομίζω πως είμαστε σε καλό δρόμο και είναι ιδιαίτερα παρήγορο γεγονός η ανάπτυξη μετά από καιρό του φεμινιστικού κινήματος και στη χώρα μας, με τη συμμετοχή νέων γυναικών και σημαντικά αιτήματα όπως είναι η εξάλειψη της έμφυλης βίας, για παράδειγμα, ή του γλωσσικού σεξισμού. Θα ήθελα, ωστόσο, να ήταν πιο ψηλά στη φεμινιστική ατζέντα ζητήματα που συνδέονται με τις υλικές συνθήκες της ζωής των γυναικών (μακράς διάρκειας ανεργία, προσφυγιά, μισθολογικό χάσμα, πολλαπλοί ενδοοικογενειακοί ρόλοι και καθήκοντα κ.λπ.), που θα αναδείκνυαν και τον θανάσιμο εναγκαλισμό καπιταλισμού και πατριαρχίας. Το πρόβλημα είναι ωστόσο οι δημόσιες πολιτικές και η αναγνώριση και αποδοχή από την πολιτεία και τους θεσμούς της της έμφυλης διάστασης που πρέπει να διέπει όλα τα μέτρα και τις πολιτικές, το σύνολο της οικονομίας (γίνεται πραγματική μάχη διεθνώς για την ένταξη του φύλου στους κρατικούς, περιφερειακούς και τοπικούς προϋπολογισμούς και εμείς δεν το συζητάμε καν), την εργασία, την εξωτερική πολιτική, την εκπαίδευση και όχι μόνο. Κι αποτελεί οπωσδήποτε χαρακτηριστικό παράδειγμα προς αποφυγήν το περίφημο Ταμείο Ανάκαμψης, από τους σχεδιασμούς και τις δράσεις του οποίου όπου απουσιάζει παντελώς η έμφυλη διάσταση.