Καμία πόρτα ανοιχτή στη βία αλλά ούτε και στη δευτερογενή κακοποίηση
«Πιστεύετε ότι οι βιαστές ανοίγουν τις πόρτες; Τι να πω… μπορεί και να τις ανοίγουν (…) Στη Γαλλία έχουν 51 βιασμούς, εδώ έχουμε μια απόπειρα, μην τρελαθούμε κιόλας». Οι ερωτήσεις που προκάλεσαν ένταση στη δίκη Φιλιππίδη, η ευπρέπεια που ζήτησε το δικαστήριο, και το εύστοχο σχόλιο του ποινικολόγου Απόστολου Κόντου, του οποίου ζητήσαμε τη γνώμη.
«Πιστεύετε ότι οι βιαστές ανοίγουν τις πόρτες; Τι να πω… μπορεί και να τις ανοίγουν, για να δούμε», «Καλά, μετά από δύο χρόνια, σας έστειλε μήνυμα με χυδαιότητες; Περίεργο…», «Δεν ξέρετε τι ήταν το παντελόνι του, δεν ξέρετε αν ήταν σε διέγερση… πώς ήρθε τόσο γρήγορα, σε αυτή την ηλικία, ήταν και μεγάλος άνθρωπος…».
Αυτές είναι κάποιες από τις ερωτήσεις που ακούστηκαν κατά τη διάρκεια της δίκης Φιλιππίδη στο Εφετείο για την υπόθεση καταγγελίας απόπειρας δύο βιασμών το 2010 και 2014. Οι ερωτήσεις απευθύνθηκαν από τον εισαγγελέα στην πρώτη καταγγέλλουσα και αποτελούν ενδεικτικά παραδείγματα του τρόπου με τον οποίο χρησιμοποιούνται λέξεις που συχνά οδηγούν σε καταστάσεις που κάνουν όλους μας να νιώθουμε άβολα.
Αίσθηση προκάλεσε επίσης το σχόλιο του εισαγγελέα ότι «στη Γαλλία έχουν 51 βιασμούς, εδώ έχουμε μια απόπειρα, μην τρελαθούμε κιόλας…».
Τέτοιες δηλώσεις υποβαθμίζουν τη σοβαρότητα των πράξεων και αποδυναμώνουν τη θέση του θύματος, ενώ η ένταση κορυφώθηκε στην αναφορά σε προσωπικά της αντικείμενα, όπως το εσώρουχο που φορούσε εκείνη την ημέρα αλλά και όταν ζητήθηκε από την καταγγέλλουσα να καθίσει σε καρέκλα δίπλα στον κατηγορούμενο για να κάνει αναπαράσταση του τρόπου με τον οποίο καθόταν όταν δέχθηκε την επίθεση.
Οι νομικοί παραστάτες της καταγγέλλουσας αντέδρασαν έντονα, ζητώντας από την έδρα να προστατεύσει το θύμα. Κάτι τέτοιο δεν θα έπρεπε να είναι όμως ζητούμενο– αλλά αυτονόητο.
Να αναφέρουμε πως με την έναρξη της διαδικασίας, το δικαστήριο ξεκαθάρισε την πρόθεση του να προχωρήσει η διαδικασία με ευπρέπεια, με τον εισαγγελέα της έδρας του Μικτού Ορκωτού Εφετείου να λέει απευθυνόμενος στους δικηγόρους: «Παρακαλώ να τηρηθεί η δικηγορική ευπρέπεια, διάβασα την πρωτόδικη απόφαση και έφριξα. Δεν χρειάζονται όλα αυτά».
Καμία πόρτα να μην είναι ανοιχτή στη δευτερογενή κακοποίηση
Η δευτερογενής κακοποίηση αναφέρεται στην περαιτέρω τραυματική εμπειρία που υφίσταται το θύμα βίας όταν τέτοιες ερωτήσεις επανατραυματίζουν το θύμα με αμφισβητήσεις και ενισχύουν το αίσθημα ντροπής και ενοχής, αντί να επικεντρώνονται στην ουσία των πράξεων. Αυτή η διαδικασία, αν δεν υπάρξουν μέτρα προστασίας, μπορεί να οδηγήσει το θύμα να ξαναζήσει το τραύμα, κάνοντάς το να αισθάνεται αποδοκιμασμένο και ευάλωτο.
Η δευτερογενής κακοποίηση μπορεί να εκδηλωθεί όταν:
Αμφισβητείται το θύμα, αναζητώντας απαντήσεις σε προσωπικά ζητήματα, όπως το πώς ντύθηκε ή πώς αντέδρασε, αντί να εστιάζει στην κακοποίηση που υποστηρίζει πως υπέστη.
Αναπαράγονται στερεότυπα που επηρεάζουν τη δικαιοσύνη και δημιουργούν την εντύπωση ότι το θύμα είναι εν μέρει υπεύθυνο για την πράξη βίας.
Αγνοείται η ανάγκη προστασίας του θύματος, αναγκάζοντας το να συμμετέχει σε διαδικασίες που μπορεί να του προκαλέσουν περαιτέρω συναισθηματική βλάβη.
Γιατί «δικάζεται» ένα θύμα ξανά και ξανά;
Διότι η κοινωνία μας εξακολουθεί να μην αποδέχεται πλήρως ότι το θύμα δεν φέρει ευθύνη για τη βία που υφίσταται. Συνεχίζει να εξετάζει τις επιλογές του θύματος, το πώς ντύθηκε, το πώς μίλησε, το πώς αντέδρασε –αντί να εστιάζει στην ουσία της κακοποίησης και στις πράξεις του φερόμενου θύτη.
Η διαδικασία αυτή, ενώ θα έπρεπε να αποτελεί προστασία για το θύμα, συχνά εξελίσσεται σε μια εμπειρία που επαναφέρει το τραύμα και αποθαρρύνει άλλες γυναίκες από το να καταγγείλουν περιστατικά βίας. Και είναι ζωτικής σημασίας η απόλυτη προσοχή μας όταν πριν από λίγες ώρες έγινε γνωστή η υπόθεση στους Αμπελοκήπους με ακόμα μια δολοφονία γυναίκας, η 15η για το 2024.
Η θεσμική διάσταση της δευτερογενούς κακοποίησης
Η δευτερογενής κακοποίηση δεν είναι ζήτημα προσωπικών προθέσεων ή ατόμων. Είναι το αποτέλεσμα ενός γενικότερου συστήματος που συχνά λειτουργεί μέσα σε ένα πλαίσιο προκαταλήψεων, όπου τα στερεότυπα για τα θύματα σεξουαλικής βίας επηρεάζουν τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζονται.
Το δικαστικό σύστημα πρέπει να προστατεύει απόλυτα τα θύματα από τέτοιες εμπειρίες. Αν αυτό δεν συμβαίνει πάντα, κινδυνεύει να λειτουργήσει αποτρεπτικά για άλλα θύματα που θα ήθελαν να καταγγείλουν περιστατικά βίας.
Η ιστορία που αφορά τέτοια θέματα έχει δείξει ότι οι βιαστές δεν έχουν ένα συγκεκριμένο προφίλ και μπορούν να είναι οποιοσδήποτε, και οι ερωτήσεις που ενδέχεται να αναπαράγουν στερεότυπα ή να αμφισβητούν το θύμα μπορούν να αναπαράγουν τη δευτερογενή κακοποίηση, εμβαθύνοντας το τραύμα που ήδη υφίσταται.
Προστασία του θύματος: Ένα θεμελιώδες δικαίωμα
Δεν πρέπει κανείς να επιτρέπει πρακτικές που αναπαράγουν βία ή προκαταλήψεις. Η προστασία του θύματος πρέπει να αποτελεί προτεραιότητα, και η διαδικασία πρέπει να διασφαλίζει ότι τα θύματα δεν θα νιώθουν ότι «δικάζονται» για δεύτερη φορά.
Την ώρα που δικάζεται μια υπόθεση σε δεύτερο βαθμό, είναι ευθύνη όλων μας να εξασφαλίσουμε ότι κανένα θύμα δεν θα υποστεί δευτερογενή κακοποίηση. Αν θέλουμε να οικοδομήσουμε μια κοινωνία όπου η δικαιοσύνη λειτουργεί χωρίς διακρίσεις, πρέπει να εξασφαλίσουμε ότι η διαδικασία απονομής της είναι απαλλαγμένη από στερεότυπα που θρέφουν τη δευτερογενή κακοποίηση.
Γιατί, σε τελική ανάλυση, η Δικαιοσύνη δεν είναι στατιστική ούτε εργαλείο κοινωνικής απόρριψης –είναι οφειλή προς κάθε θύμα βίας.
Το δικαίωμα όλων αδιαπραγμάτευτο και ιερό, τονίζει ο ποινικολόγος Απόστολος Κόντος
Το δικαίωμα του κάθε κατηγορούμενου να υπερασπιστεί τον εαυτό του είναι επίσης αδιαπραγμάτευτο. Όπως και το δικαίωμα της αξιοπρέπειας.
Η άποψη του ποινικολόγου Απόστολου Κόντου ήταν πολύτιμη για ένα τόσο ευαίσθητα θέμα στο οποίο πρέπει να πρυτανεύει τόσο η λογική όσο και η προστασία των δικαιωμάτων.
«Το δικαίωμα στην ορθή απονομή της δικαιοσύνης τόσο για το θύμα όσο και για τον κατηγορούμενο είναι ιερό. Ως τέτοιο πρέπει να αντιμετωπίζεται από όλους τους παράγοντες της δίκης.
Προφανώς, η αναζήτηση της αλήθειας αναγκάζει την αποδεικτική διαδικασία να είναι επίμονη, κοπιώδης και ενδεχομένως απαιτητική για τους μάρτυρες. Από την αρχή μέχρι τέλους ωστόσο, πρέπει να λαμβάνει χώρα με πλήρη σεβασμό στην αρχή της αναλογικότητας μεταξύ σκοπού και μέσου.
Στην πράξη, σχόλια ή κρίσεις που προσβάλλουν και επανατραυματίζουν το θύμα ή αντίστοιχα προδικάζουν τον κατηγορούμενο δεν μπορούν να έχουν θέση στην ποινική δίκη».