Προσωπικές ιστορίες ανθρώπων που έζησαν τον εφιάλτη στο Μάτι
Μία εβδομάδα μετά και όλοι είμαστε μουδιασμένοι και αποκαρδιωμένοι από την ανείπωτη τραγωδία που βιώσαμε από την καταστρεπτική φωτιά στην Ανατολική Αττική. Ο κόσμος θρηνεί για όλα τα θύματα που έφυγαν τόσο άδικα από τη ζωή. Ο κόσμος ζητά απόδοση ευθυνών, ο κόσμος νιώθει πλήρως απροστάτευτος σε ένα αποδιοργανωμένο κράτος. Οι Έλληνες πενθούν και είναι τόσο θυμωμένοι για όλα όσα συνέβησαν εκείνη την τραγική μέρα.
Τις τελευταίες ώρες, αληθινές ιστορίες, συγκλονιστικές μαρτυρίες ανθρώπων που επιβίωσαν έρχονται στο φως της δημοσιότητας περιγράφοντας τον όλεθρο, την αγωνία και τον πανικό που βίωσαν χωρίς να ξέρουν αν θα ζήσουν ή αν θα καούν μέσα στην πύρινη λαίλαπα.
Μέσα σε όλο το κακό, κάποιοι άνθρωποι τα κατάφεραν και αυτό ίσως να είναι η μοναδική ελπίδα, το μοναδικό μικρό και ενοχικό χαμόγελο όσης αισιοδοξίας μπορεί να έχει απομείνει μέσα στον καθένα από εμάς…
Δεν θέλω να γράψω τίποτα για όσα συνέβησαν. Θέλω μόνο να σας μεταφέρω αυτές τις ιστορίες…
«Βασίλης: Ο μικρός ήρωας που έσωσε ζωές», εξιστορεί η δημοσιογράφος Αλεξία Σβόλου
Την τρυφερή ιστορία που κρύβει η φωτογραφία με τη γιαγιά να προσπαθεί να προστατεύσει την εγγονή της μέσα στο νερό από τις φλόγες, αποκάλυψε η δημοσιογράφος Αλεξία Σβόλου, η νονά αυτού του 9χρονου κοριτσιού, το οποίο ήταν αγκαλιά της γιαγιάς του.
Η φωτογραφία τραβήχτηκε από τον αδελφό της μικρής, τον 14χρονο Βασίλη που έπαιξε καθοριστικό ρόλο τόσο στη διάσωση των δικών του ανθρώπων όσο και άλλων που βρέθηκαν στην ίδια παραλία.
Η συγκλονιστική μαρτυρία
«Βρίσκονταν στο σπίτι το οποίο είναι ακριβώς πάνω στο παραλιακό μονοπάτι του Ματιού με τα βραχάκια και τα πολύ μικρά λιμανάκια από κάτω που δεν έχουν ουσιαστικά παραλίες. Είναι κάπως πριν από τον Κάβο που έχει τη μεγάλη παραλία της Αργυρής Ακτής και έπαιζαν όλοι στα σπίτια φίλων τα οποία είναι δίπλα το ένα στο άλλο.
Ο Βασίλης είδε πρώτος με τους φίλους του τη φωτιά γιατί ήταν στο από πάνω σπίτι ενός φίλου του. Ήταν λίγο πιο κοντά και είδε τον καπνό και μάλιστα είπε χαρακτηριστικά στους φίλους του "Δε θα προλάβει να μας φτάσει". Μέσα σε λεπτά, γιατί τράβαγε και βίντεο, κατάλαβε ότι έφτανε η φωτιά και έγινε μπλακ άουτ, κόπηκε ρεύμα, νερό ταυτόχρονα.
Έτρεξε στο δικό του το σπίτι το οποίο είναι γειτονικό για να είναι μαζί με τους δικούς του ανθρώπους. Οι γονείς του ήταν ακόμα στις δουλειές τους και είχε την ψυχραιμία να κλείσει παράθυρα και πόρτες. Το παπαγαλάκι τους σώθηκε χάρη σε αυτή την παρέμβαση. Δεν έπαθε τίποτα γιατί ήταν κλειδαμπαρωμένο μέσα στο σπίτι.
Η μόνη στιγμή που φοβήθηκε είναι όταν εκεί που τα έκλεινε όλα και κοίταζε από τα παράθυρα άκουσε ένα ουρλιαχτό γείτονα "Φωτιά" αναγνώρισε και τη φωνή και κατάλαβε ότι η φωτιά δεν είναι μακριά αλλά είναι στο σπίτι. Αρπάζει την γιαγιά και την Κάτια και τους είπε "Τώρα ή ποτέ! Φεύγουμε!".
Κουτρουβαλάνε, κατεβαίνουν τα πέτρινα σκαλάκια της παραλίας, είναι μία μικρή παραλία και να πηδήξεις χτυπάς, δεν σκοτώνεσαι, είναι χαμηλά τα βράχια. Σε αυτή την παραλία ζήτημα είναι αν χωράνε 5 με 7 άτομα. Μαζεύτηκαν 60 και δεν έβλεπαν.
Τον πήραν οι φίλοι του τηλέφωνο, του είπαν ότι είναι στην παραλία και δεν τους έβλεπε. Σε μία τσάντα έριξε ό,τι είχε για επικοινωνία, κινητά, tablet και είπε: "Αυτά τα χρειάζομαι για να επικοινωνήσω".
Έφτασαν στο λιμάνι της Ραφήνας και όπως είναι μέσα στη θάλασσα, βλέπει ένα πεύκο γερμένο να παίρνει φωτιά και λέει στον κόσμο που ήταν εκεί. "Αυτό πρέπει να το σβήσουμε γιατί θα μας κάψει και θα μας πνίξει".Και ορμήσανε όλοι πάνω στην σκάλα με μπλούζες, σακούλες και ό,τι είχαν και έσβησαν το πεύκο. Και κάποια στιγμή έρχεται το λιμενικό με μία ψαρόβαρκα. Και τους φωνάζει να πέσουν στη θάλασσα για να τους σώσει. Και επειδή κάποιοι δεν μπορούσαν γιατί δεν ήξεραν επιστρατεύτηκε ένα κανό. Και ο Βασίλης μαζί με άλλους βοήθησε όλους όσοι δεν μπορούσαν και "οδηγούσε" το κανό. Ήταν ο τελευταίος που ανέβηκε στην ψαρόβαρκα και μου είπε ότι ήμουν ο μόνος που πήγε κολυμπώντας».
«Πάνω σε έναν βράχο μέσα στη θάλασσα», η προσωπική ιστορία του Θανάση Διαμαντόπουλου - Καθηγητή στο Τμήμα Διεθνών, Ευρωπαϊκών και Περιφερειακών Σπουδών
Ο πανεπιστημιακός βρέθηκε στη θάλασσα κοντά σε μια μάνα και τα δυο της παιδιά γαντζωμένος σε έναν βράχο.
«Λένε ως και η πιο άνυδρη έρημος κάπου κρύβει μια όαση. Ρόλο όασης έπαιξε ο Νίκος Κωστοβασίλης. Πολυαγαπημένος μου ξάδελφος: "Ρε συ, ξεκινάω διακοπές στο Μάτι. Γλιτώνουμε τον καύσωνα. Έρχεσαι;".
Θα δεχόμουν πολύ λιγότερο ελκυστικές προτάσεις. Έτσι κι αλλιώς, δεσμευμένος για μια διάλεξη στις 24/7 με τον Χάρη Θεοχάρη και τον Νίκο Μαραντζίδη, δεν μπορούσα να φύγω διακοπές. Προτού ξεκινήσουμε μου επέστρεψε σε φάκελο ένα ποσό που του είχα δανείσει, επειδή ήταν η πρώτη μας συνάντηση αφότου πούλησε ένα διαμέρισμα στην Καλαμάτα και διευκολυνόταν. Άφησα τον φάκελο στο αμάξι μου.
Φτάσαμε σπίτι λίγο μετά τις πέντε. Παρά μια περίεργη συννεφιά, ενδεχομένως οφειλόμενη στη μεταφορά καπνών από την Κινέτα, η ζέστη αφόρητη. Όταν όμως μπήκαμε μέσα στο σπίτι, κλειστό μέρες, μας φάνηκε πως έξω έκανε δροσιά. Η πλάκα της οροφής είχε κυριολεκτικά κάψει. Μήπως θα ήταν καλύτερα στην Αθήνα, αναρωτήθηκα... Ο ξάδελφος όμως πάντα αισιόδοξος. "Ανάβω ερκοντίσιον, σε πέντε λεπτά θα είναι ανθρώπινα" φώναξε. Για λίγο φάνηκε πως δρόσιζε. Μετά πάλι χάλια.
"Ρε συ, λειτουργούν τα κλιματιστικά σου;" ρώτησα σαν να τον ενοχοποιούσα για την απόδοσή τους. Δεν λειτουργούσαν. Δεν είχε ρεύμα. Ταυτόχρονα οσμή καιόμενου ξύλου ενόχλησε τα ρουθούνια μας και πυκνή κάπνα τα μάτια μας. Βγήκαμε στη βεράντα. Το σπίτι, στο όποιο είχαμε μπει μόλις πριν από είκοσι λεπτά χωρίς καμία αίσθησή μας να έχει ενοχληθεί, ήταν περικυκλωμένο από φλόγες. Το αυτοκίνητό μου είχε ήδη παραδοθεί σε αυτές. Ήταν τόσο πυκνός καπνός που έχασα οπτική επαφή μαζί του.
Η απόσταση ως την Αργυρά Ακτή ελάχιστη. Για να φτάσουμε, όμως, έπρεπε να περάσουμε δίπλα - ή πάνω - από φλεγόμενα αυτοκίνητα, από πανικόβλητους ανθρώπους, να αποφύγουμε αναρίθμητες ιπτάμενες μπάλες. Μόλις τελικά είδα το νερό αισθάνθηκα όπως οι Μύριοι. "Θάλαττα, θάλαττα". Ελάχιστα δευτερόλεπτα αργότερα νόμισα πως είχα σωθεί. Για μια στιγμή το νόμισα. Αμέσως μετά...
Επί τουλάχιστον μία ώρα πύρινες γλώσσες εκτινάσσονταν από την παράκτια ζώνη λόγω ενός ανέμου που κυριολεκτικά λυσσομανούσε και "ξύριζαν" τη θάλασσα. Διαρκώς χώναμε τα κεφάλια μέσα. Το "αστείο" ήταν ότι εγώ καθώς και άλλοι φορούσαμε γυαλιά. Κάποια στιγμή, για να αποφύγουμε το ανυπόφορο πυροθερμικό φορτίο, ανοιχτήκαμε. Το κύμα και η φορά του ανέμου μάς έσπρωχναν προς την Εύβοια. Όταν η ανεμοθύελλα κάπως καταλάγιασε, προσπάθησα να κολυμπήσω πάλι προς την Αργυρά Ακτή. Ελάχιστες σταγόνες βροχής που έπεσαν έμειναν δυστυχώς χωρίς συνέχεια. Κάποια στιγμή, κοντά πλέον στην ακτή, ένιωσα έναν βράχο. Πάτησα. Λίγο έλειψε να με πιάσει νευρικό γέλιο στη σκέψη πως θα μπορούσε να έχει αχινούς!
Πολύ κοντά μου εντόπισα έναν ανθρώπινο μπόγο, μια μάνα και δυο μικρά παιδιά. Της άπλωσα το χέρι, ήρθε και αυτή στον βράχο. Το ένα παιδί γαντζώθηκε πάνω μου. Το άλλο, μικρότερο, με κατάμαυρα από τον καπνό χαρακτηριστικά, είχε πιάσει από τον λαιμό τη μάνα του. "Αποστόλη" μου απάντησε το μεγαλύτερο, το εννιάχρονο, στην ερώτηση πώς το λένε. Γλυκύτατο παιδάκι, εντυπωσιακά ώριμο για την ηλικία του, ψύχραιμο. Δεν έκλαιγε, δεν ούρλιαζε, δεν φώναζε "θέλω τον μπαμπά μου". Μου είπε μόνο: "Κύριε, ανησυχώ για τον μπαμπά μου". Εκείνη τη στιγμή μού απηύθυνε τον λόγο η γυναίκα, παρέχοντάς μου την ευκαιρία να την παρατηρήσω προσεκτικότερα. Τριανταπεντάρα, λεπτή, με πράσινα μάτια. "Ο άντρας μου μού είπε να κατέβω με τα παιδιά στη θάλασσα, αυτός έμεινε να καταβρέχει το σπίτι, έχω τρελαθεί" ψέλλισε. "Θεέ μου, για ένα εξοχικό!" δεν μπόρεσα να μη σχολιάσω και αμέσως συνειδητοποίησα την γκάφα μου. "Δεν είναι εξοχικό, είναι η μόνιμη κατοικία μας" ψιθύρισε, ενώ τα μάτια της ήταν πια κατακόκκινα.
Προσπάθησα να αλλάξω κουβέντα, λέγοντάς της πόσο τυχερή θα έπρεπε να νιώθει που είχε τόσο καταπληκτικά παιδιά. "Ο μικρούλης μου, ο Αλέξανδρός μου, είναι αυτιστικός. Και πώς να του εξηγήσεις την κατάσταση;" σχολίασε. Τη ρώτησα αν θα ήθελε να καθαρίσω την κατάμαυρη μουρίτσα του. "Μακάρι" απάντησε. Αλλά η αντίδρασή του υπήρξε βίαιη. "Μήτε εμένα θα με άφηνε", σχολίασε η Ιωάννα - μου είχε εν τω μεταξύ πει το όνομά της...
Ένα πλοιάριο φάνηκε μακριά. Ένα κύμα διαφορετικό, κύμα ελπίδας, φάνηκε να διαπερνά εκατοντάδες ανθρώπους. Κάτι σαν βουητό αναδύθηκε από την τρικυμισμένη θάλασσα. Το πλοιάριο φάνηκε να λικνίζεται, χωρίς ούτε να πλησιάζει, σαν το ίδιο - ή ο καπετάνιος του - να αμφιταλαντευόταν. Τελικά, λες και ο καπετάνιος λειτούργησε σαν Ρωμαίος αυτοκράτορας που έστρεψε τον αντίχειρά του προς τα κάτω, έφυγε. Προς Ραφήνα...
Πρέπει να βρισκόμασταν δυόμισι ώρες μέσα στο νερό. Η Ιωάννα έτρεμε περισσότερο από τα παιδιά. Τα δόντια της χτυπούσαν. Ο άνεμος είχε ξαναδυναμώσει. Ο Αλέξανδρος πρέπει να είχε πια αποκοιμηθεί στην αγκαλιά της. Ήταν ο μόνος αμέριμνος. "Να σας τρίψω λίγο τα χείλη;" τη ρώτησα. "Αν δεν σας είναι δύσκολο" απάντησε και μου έστειλε κάτι που πλησίαζε σε έκφραση ευγνωμοσύνης. "Είναι η πρώτη φορά στη ζωή μου που είμαι ταυτόχρονα σε επαφή με πυρ, γυνή και θάλασσα. Η γυνή και η θάλασσα με βοηθούν να προστατευθώ από την πύρινη λαίλαπα", σχολίασα. Χαμογέλασε.
Πριν το δούμε το ακούσαμε. Πριν το ακούσουμε το νιώσαμε. Ένα κύμα σαν μικρό βουνό φάνηκε να έρχεται προς το μέρος μας. Σφίγγοντας πια με το αριστερό χέρι τον Απόστολο, κρατήθηκα με το δεξί από το βραχάκι με όση δύναμη μπορούσα. Το υδάτινο μαστίγιο τη χτύπησε ανελέητα στην πλάτη.
Πρέπει να πλησιάζαμε τέσσερις ώρες στο νερό. Πολλές πλέον βάρκες ήταν στο οπτικό μας πεδίο, όσοι είχαν βγει στην ακτή τούς έκαναν σήματα με κινητά και φακούς, ωστόσο αυτές έλουζαν με προβολείς τη θάλασσα, μάλλον αναζητώντας ναυαγούς.
Ο άνεμος καταλάγιασε. Η φωτιά, έχοντας κατακάψει οτιδήποτε καύσιμο κοντά στην ακτή, είχε κάπως πέσει. Η δύναμη του θερμοπυρικού κύματος λιγότερο έντονη. Της πρότεινα να επιχειρήσουμε να βγούμε, εγώ με τον Απόστολο, αυτή με τον Αλεξανδράκο. Όμως το φεγγάρι, κάνοντας τη μέρα νύχτα, μας αποκάλυπτε σε σχετικά μικρή απόσταση ένα άλλο βραχάκι, το οποίο όμως, τώρα που είχε αρκετά κατακαθίσει η θάλασσα, εξείχε καθαρά από το νερό. "Μήπως θα ήταν καλύτερα να πάμε εκεί;" είπε. Κατά την εκτίμησή μου ήταν αδύνατον να χωρέσουμε όλοι πάνω του. "Θα κολυμπήσω έως έξω" της είπα. "Ελπίζω να σε ξαναδώ με καλύτερες συνθήκες. Ελπίζω να ξανασυναντήσεις τον άντρα σου". Δεν είμαι πια σίγουρος αν είδα ή περισσότερο φαντάστηκα μια τρυφερή έκφραση στο πρόσωπό της. Φίλησα τον Απόστολο. Τον Αλέξανδρο δεν τόλμησα...
Κατά πρόχειρη στάθμιση, στην Αργυρά Ακτή βρίσκονταν καμιά τρακοσαριά άνθρωποι. Κατά πλειοψηφία ψύχραιμοι. Πολλοί μιλούσαν σε κινητά, ένας μεγαλόσωμος, γεμάτος τατουάζ, μπαινόβγαινε στη θάλασσα, μοιράζοντας μπουκάλια νερό σε όσους, φοβισμένοι από το ενδεχόμενο αναζωπύρωσης, δεν είχαν ακόμη τολμήσει να βγουν. Μια πολύ ηλικιωμένη, ολόγυμνη, με εγκαύματα σε όλο το κορμί της, βρισκόταν συνεχώς μισή στο νερό για να κατευνάζει τους πόνους της. Πάντως κανένας από όσους απευθύνθηκα για να ζητήσω ένα κινητό δεν ανταποκρίθηκε. Άλλοι έλεγαν πως δεν λειτουργεί και άλλοι - αυτοί τους οποίους είχα δει να μιλάνε - επικαλούνταν την μπαταρία. Η παραλία βέβαια ήταν κατάσπαρτη από κινητά και λάπτοπ, τα οποία οι ιδιοκτήτες τους, πανικόβλητοι, είχαν αφήσει προτού βουτήξουν. Όποιο κινητό, όμως, και αν δοκίμασα είχε κωδικό πρόσβασης. Τέλος, βρήκα ένα που λειτουργούσε. Αργότερα εντόπισα την ιδιοκτήτρια και την επομένη το παρέδωσα στον - γνωστό της - δημοσιογράφο Κώστα Τσαρουχά να της το δώσει.
Η επόμενη μέρα είχε αρχίσει. Έστω και με ένα σπασμένο πλευρό από την προσπάθεια αργότερα να μπω σε μια βάρκα...
ΥΓ.: Το μόνο αλλοιωμένο στοιχείο είναι τα ονόματα των παιδιών».
«Να ζήσεις Ευάκι και χρόνια πολλά!», η συγκλονιστική μαρτυρία της συγγραφέως Ελισάβετ Παπαδοπούλου
«Ήμουν στο Μάτι την ώρα που καιγόταν. Ήταν τα γενέθλια της μικρής μου κόρης που έκλεινε τα 11 και τα γιόρταζε στο παραθαλάσσιο ξενοδοχείο Ραμάντα με καλεσμένες εφτά φίλες της. Ο μόνος άλλος ενήλικας που ήταν μαζί μου ήταν η φίλη μου Μαριέττα, μητέρα ενός από τα καλεσμένα κορίτσια.
Όταν ο καπνός και η φωτιά κύκλωσαν το ξενοδοχείο πέσαμε στη θάλασσα, φωνάζοντας τα ονόματα των παιδιών ανάμεσα σε ουρλιαχτά φωνές και κλάματα. Κολυμπούσαμε και μετρούσαμε κεφάλια. Τα παιδιά κλαίγαν και ρωτούσαν αν θα πεθάνουμε. Φωνάζαμε κολυμπήστε. Ο καπνός ήταν μαύρος, ο ήλιος είχε χαθεί ήταν σκοτάδι και κανείς δεν ήξερε αν θα έχουμε οξυγόνο για να ανασάνουμε. Υπήρξαν στιγμές που νόμιζα πως έβλεπα όνειρο. Ήξερα ότι κινδυνεύαμε.
Φωνάζαμε κολυμπήστε η θάλασσα έχει αρκετό οξυγόνο για να μας σώσει. Μη φοβάστε κολυμπήστε, κανείς δεν θα πεθάνει. Και τα παιδιά κολυμπούσαν. Από ένα σημείο και ύστερα γύρω είχε μόνο ησυχία. Κανείς δεν μιλούσε. Κοντά διακόσια άτομα διασκορπισμένα μέσα στο νερό και στα βράχια, οι περισσότεροι τουρίστες. Κολυμπούσαμε προσπαθούσαμε να φτάσουμε κάπου που έχει λιγότερα καπνό και ταυτόχρονα να μην απομακρυνθούμε από την ακτή.
Η ακτή είχε βράχους. Από τη στεριά ακουγόταν ασταμάτητα εκρήξεις-ήταν τα ντεπόζιτα των αυτοκινήτων που καιγόταν- και ερχόταν μαύρος καπνός, σαν κι αυτόν που τα παιδιά χρωματίζουν με μαύρο μαρκαδόρο. Φοβόμασταν αυτό το βαρύ καπνό. Ξέραμε ότι μέσα σε αυτόν δε ζεις. Όμως είχε πολύ αέρα και ο καπνός πριν φτάσει σε εμάς αραίωνε. Αυτός ο αέρας που κατέκαψε το Μάτι, μόνο αυτός ο αέρας εκείνη τη στιγμή μπορούσε να μας σώσει. Όσο φυσούσε τρελά, είχαμε ελπίδες. Σε κάποια σημεία μάλιστα καθάριζε αρκετά ο ουρανός. Κολυμπούσαμε προς τα εκεί. Χειροκροτούσαμε όταν ο αέρας καθάριζε λίγο την ατμόσφαιρα. Πάνω σε ένα βράχο τραγουδήσαμε το γενέθλιο τραγούδι της κόρης μου.
Ύστερα ο καπνός ξανάρθε. Ξανά το κολύμπι, ξανά η αγωνία. Αρχίσαμε να σκίζουμε ότι ρούχα υπήρχαν γύρω τα βρέχαμε και τα βάζαμε στη μύτη. Η αγωνία δεν τελείωνε με τίποτα. Στο Μάτι καιγόταν μέχρι και τα πεύκα στην παραλία. Τα ρούχα από μια βαλίτσα πεταμένη στο βράχο πήραν φωτιά. Τα παιδιά ξανάρχισαν να ρωτάνε αν θα πεθάνουμε. Έτσι πέρασαν τέσσερεις ολόκληρες ώρες. Κοιταζόμασταν με τη Μαριέττα και δεν ξέρουμε πόση ώρα ακόμη θα αντέξουμε να ανασαίνουμε όλο αυτό το πράγμα. Ας σταματήσει επιτέλους φώναζαν τα παιδιά κλαίγοντας. Όμως δεν σταματούσε. Κατά τις 10.00 το βράδυ μας πήρε ένα φουσκωτό με βατραχάνθρωπους.
Ευχαριστούμε ολόψυχα αυτά τα υπέροχα παιδιά. Ήταν ιδιώτες από μια σχολή κατάδυσης. Θέλω να ζητήσω συγνώμη που δεν θυμάμαι από πια σχολή για να τους ευχαριστήσω επώνυμα».
«Μία ιστορία αγάπης με άδοξο τέλος», η γενναία γιαγιά που έσωσε τα εγγόνια της και κάηκε μαζί με τον ανήμπορο άνδρα της.
Το ηλικιωμένο ζευγάρι ειδοποίησε τηλεφωνικά γύρω στις 18:30 το απόγευμα της Δευτέρας ότι αδυνατεί να φύγει από το σπίτι. Ακολούθησε μπαράζ τηλεφωνημάτων των οικείων προς την Αστυνομία, την Πυροσβεστική και τους διασώστες για να τρέξουν, να καταφέρουν να τους σώσουν έστω και την ύστατη στιγμή. Η Αστυνομία κατάφερε και μπήκε στο σπίτι γύρω στις 05:00 τα ξημερώματα. Ενημέρωσαν αρχικά ότι δεν είδαν κανέναν. Μετά από προσεκτικότερη αναζήτηση εντόπισαν το ζευγάρι απανθρακωμένο.
Η γυναίκα είχε τη δυνατότητα να διαφύγει, αλλά προτίμησε να ακολουθήσει τον 76χρονο σύντροφο της ζωής της στον θάνατο. Ήταν μία υγιέστατη γιαγιά που ζούσε μαζί με τον άντρα της, που είχε κινητικά προβλήματα. Είχαν στο σπίτι και τα δύο εγγονάκια τους, μαζί με τη γυναίκα που τα πρόσεχε. Τα παιδιά τους δούλευαν στην Αθήνα.
Έξυπνη και αποφασιστική, η ηλικιωμένη γυναίκα έβαλε βρεγμένα μπουρνούζια στα παιδιά και είπε στη γυναίκα να τα πάει στη θάλασσα και να μην κοιτάξει πίσω. Τους έδιωξε, γύρισε στο πλευρό του συζύγου της που δεν γινόταν να μετακινηθεί, κάθισε, και η φωτιά τους κατάπιε με τα χέρια τους να κρατούν σφιχτά ο ένας τον άλλον.