Μια Χριστουγεννιάτικη ευχή

Ένα παραμύθι αλλιώτικο από τα άλλα...
Η μικρή Τσίουι ζούσε αόρατη απ’ το καλό και το κακό στα σύνορα νερού κι αέρα, στην απέραντη θάλασσα. Κατώφλι της συνείδησης, το ονομάζουν κάποιοι αυτό το μέρος, άλλοι το λένε ανυπαρξία. Μα όπως κι αν το λένε, πήγαινε πολύς καιρός από τότε που η Τσίουι ούτε κουνιόταν, ούτε μίλαγε, απλά άκουγε, έβλεπε ανάσαινε και προσευχόταν, μισοβυθισμένη στην μήτρα των πάντων.
Για παρέα είχε τα παιχνιδιάρικα δελφίνια, τα παιδιά του ουρανού και την αλμύρα. Που και που την επισκέπτονταν κι ένας ιππόκαμπος μα αυτός ήθελε κουβέντα και κάποια στιγμή απηύδησε.
-Γιατί δεν μου είπες ότι είσαι μουγκή;
Κι έφυγε παρέα με μια ζαργάνα, που ήξερε όλα τα κουτσομπολιά της θάλασσας κι έτυχε να περνά από εκεί.
Οι μέρες και τα χρόνια περνούσαν, με την μικρή Τσίουι να πλέει ακίνητη στην κρυψώνα της. Τα φύκια βολεύτηκαν στο κορμί της κι έγιναν κουρτίνες που ανοιγόκλειναν στο ουράνιο φως, ένα ζωντανό κουκούλι με τις προσευχές της αγκιστρωμένες πάνω τους. Κάθε βράδυ, μια προσευχή ξεθάρρευε και ξεκίναγε το ταξίδι της στο άπειρο, μα κι αυτές με τα χρόνια σώθηκαν, στέρεψαν κι έμεινε μόνον η τελευταία, μια μικρούλα που καλά-καλά δεν μπορούσε να πετάξει.
Όμως ο άνεμος την σήκωσε ψηλά, πολύ ψηλά, μέχρι που έφτασε στην θεά του Έρωτα, το άστρο της ανατολής.
-Ω, μα τι έχουμε εδώ; Μια τόση δα προσευχούλα που ψάχνει την αγάπη, είπε στον καθρέφτη της.
Κι η Αφροδίτη βέβαια δεν μπορούσε να μείνει ασυγκίνητη για ένα θέμα που ήταν της δικής της αρμοδιότητας. Ντύθηκε, στολίστηκε κι ύστερα ρίχτηκε στην θάλασσα, μεταμορφωμένη σε κύμα.
Διαβάστε περισσότερα στο Astrology.gr