Όλγα Μαλέα: «Με συγκίνησε η ιστορία της Κάλλας, ήταν από τις πρώτες που έκαναν brand το όνομά τους»
Η σπουδαία σκηνοθέτης και σεναριογράφος Όλγα Μαλέα μιλά στο Queen.gr για τη νέα της σειρά «Η Μαρία που έγινε Κάλλας» και την άγνωστη περίοδο της ζωής της μεγάλης ντίβας.
Ακόμη και αν ζούμε στην εποχή του ΑΙ, τίποτε δεν μπορεί ακόμη να υποκαταστήσει το ανθρώπινο συναίσθημα. Και με αυτό το συναίσθημα η Όλγα Μαλέα δημιουργεί τις ταινίες της και σκηνοθετεί τα τελευταία χρόνια τις τηλεοπτικές της σειρές. Η αφορμή για τη συζήτησή μας είναι η νέα σειρά της ΕΡΤ «Η Μαρία που έγινε Κάλλας» και αναφέρεται στην άγνωστη περίοδο της νεαρής τραγουδίστριας τα χρόνια της κατοχής στην Ελλάδα, πριν φύγει πληγωμένη επειδή δεν αναγνωρίζονταν η αξία της, για το εξωτερικό.
Η σειρά είναι μία γυναικεία υπόθεση, όχι απλά επειδή εκείνη τη σκηνοθετεί, αλλά γιατί εστιάζει στις δύο γυναίκες που επηρέασαν τη ζωή της σοπράνο. Την καταπιεστική και φιλόδοξη μητέρα της και τη δασκάλα της που την έκανε να ονειρεύεται και να προτάσσει τον έρωτα ως ανάγκη για να γίνει ακόμη καλύτερη στην τέχνη της.
Με την Όλγα Μαλέα δε μιλάμε μόνο για τις γυναίκες του χθες, αλλά και για τις γυναίκες του σήμερα, τη βία, τους «μάτσο» άντρες και τα στερεότυπα που ακόμη υπάρχουν, αλλά και για τις αλλαγές που έγιναν στον κινηματογράφο λόγω της τηλεόρασης. Αυτό το community of motion, που έχει πλέον χαθεί.
«Ζούμε σε μία εποχή όπου τα νεαρά κορίτσια θέλουν να γίνουν αντικείμενα και όχι υποκείμενα του πόθου»
Στις ταινίες της, στα ντοκιμαντέρ, αλλά και στις τηλεοπτικές σειρές που σκηνοθετεί, η Όλγα Μαλέα εστιάζει πάντα στην ανθρώπινη αντίδραση, στο συναίσθημα και όχι στα ωραιοποιημένα πλάνα. Τη βοηθούν σε αυτή τη σκηνοθετική ματιά και οι σπουδές Ψυχολογίας που έχει κάνει στο Yale. Της αρέσει ο ρεαλισμός και παρόλο που είναι η μόνη γυναίκα σκηνοθέτης που έχει αφήσει ισχυρό το στίγμα της στον ελληνικό κινηματογράφο, συμβαδίζει με τις αλλαγές που η εποχή έχει δημιουργήσει λόγω τεχνολογίας. Σε καμία περίπτωση όμως δεν εγκαταλείπει το σινεμά. Αντίθετα, ετοιμάζει μία ακόμη ταινία το επόμενο διάστημα, πάλι με θέμα δύο γυναίκες. Προς το παρόν είναι δοσμένη ολοκληρωτικά στη Μαρία που έγινε Κάλλας.
Τη συναντάμε στο κτίριο της παλιάς Λυρικής Σκηνής στην οδό Ακαδημίας όπου γίνονται τα γυρίσματα, σε έναν ιστορικό χώρο, καθώς η Κάλλας εκεί έδωσε και τις πρώτες της παραστάσεις.
Ενώ στον κινηματογράφο ασχολείστε με τη σύγχρονη πραγματικότητα, πάντα θα είναι σημείο αναφοράς η ταινία σας «Ο οργασμός της αγελάδας», στην τηλεόραση σας ελκύει αρκετά το παρελθόν, αν εξαιρέσουμε τις πιο σύγχρονες σειρές, Λίτσα.com και την Ονειροπαγίδα. Σας αρέσει αυτή η καλλιτεχνική ενδοσκόπηση, η αποδόμηση άλλων εποχών;
Όταν μου έκαναν την πρόταση πριν από 2 χρόνια για να σκηνοθετήσω στην ΕΡΤ τη σειρά «Τα Καλύτερά μας χρόνια», η οποία ξεκινούσε στα τέλη της δεκαετίας του '60, όταν και εγώ γεννήθηκα, διαπίστωσα πως τότε είχα την ίδια ηλικία με τον νεαρό πρωταγωνιστή που λειτουργούσε και ως αφηγητής με τη φωνή του Βασίλη Χαραλαμπόπουλου. Δέχτηκα με μεγάλη χαρά να συμμετέχω σε αυτή την παραγωγή. Είχα πολλές αναμνήσεις από τότε, μεγάλωσα στο κέντρο της Αθήνας κοντά στη Φωκίωνος Νέγρη σε μία εποχή εντελώς διαφορετική. Θυμάμαι πως με έπαιρνε το σχολικό κάθε πρωί για να με πάει στην Ελληνική Παιδεία στην Πεύκη και εγώ συνήθιζα κάθε πριν το σχολείο, να κάνω κόντρες με τα σκυλιά της περιοχής. Υπήρχε ακόμη η αίσθηση της γειτονιάς, η συνύπαρξη των ανθρώπων με τα ζώα. Κανείς δεν ανησυχούσε τότε, κυκλοφορούσαμε ελεύθεροι, δεν υπήρχε εγκληματικότητα. Η περίπτωση με τη σειρά που αναφέρεται στη ζωή της Μαρίας Κάλλας, ήταν διαφορετική. Είχα ήδη διαβάσει το βιβλίο του Νικόλαου Πετσάλη Διομήδη «Η άγνωστη Κάλλας» και ξετρελάθηκα, γιατί δεν γνώριζα την ιστορία της νεαρής τραγουδίστριας, που ήταν αρχικά ασχημόπαπο και έγινε στη συνέχεια η ντίβα που όλοι γνωρίσαμε. Με συγκίνησε η ιστορία αυτού του κοριτσιού, της νεαρής Κάλλας που μεγάλωσε σε δύσκολες συνθήκες την εποχή της Κατοχής. Δεν με συγκίνησε η εποχή, αλλά η ιστορία της. Ας μη ξεχνάμε, πως η Κάλλας, ήταν από τις πρώτες γυναίκες που έκαναν brand το όνομά της.
Είναι δύσκολο πρακτικά και οικονομικά στην Ελλάδα, να κάνει ένας σκηνοθέτης βιογραφική σειρά εποχής;
Δεν είναι εύκολο καταρχάς με τα locations, γιατί η Αθήνα έχει ανακαινιστεί. Όταν πας για παράδειγμα στην Ιταλία, μπορείς με άνεση να κάνεις ταινία η οποία να αναφέρεται σε όλες τις εποχές. Ευτυχώς στη δική μας περίπτωση, έχουμε πλεονεκτήματα στα εσωτερικά γυρίσματα. Εδώ που βρισκόμαστε σήμερα στην παλιά Λυρική Σκηνή στην οδό Ακαδημίας, είναι και το θέατρο στο οποίο η νεαρή Μαρία Κάλλας έκανε τις πρώτες παραστάσεις της. Καταφέραμε επίσης να κάνουμε γυρίσματα στο σπίτι της στην οδό Πατησίων, το οποίο ανακαινίζεται από τη σοπράνο Βάσω Παπαντωνίου, τη σύζυγο του Βασίλη Βασιλικού. Με τη βοήθεια του Δήμου Αθηναίων, θα γίνει στο μέλλον «Ακαδημία Τραγουδιού Μαρία Κάλλας». Σταμάτησαν οι εργασίες στο εργοτάξιο για να καταφέρουμε να κάνουμε τα γυρίσματά μας. Ο μόνος χώρος ο οποίος δυστυχώς δεν μας δόθηκε ήταν το Ηρώδειο, εκεί που έδωσε την τελευταία της παράσταση, με την όπερα «Fidelio» του Μπετόβεν, πριν φύγει στο εξωτερικό, τον Αύγουστο του 1944. Σε αυτή την εξαιρετικής σημασίας παράσταση, υπήρχε ένα χορωδιακό με τους φυλακισμένους να φωνάζουν τη λέξη «Ελευθερία». Ο κόσμος στο Ηρώδειο παρασύρθηκε, σηκώθηκαν όλοι όρθιοι να φωνάζουν επίσης για λευτεριά, ενώ τους κοιτούσαν οι Γερμανοί αξιωματικοί, γιατί ήταν ακόμη η περίοδος της κατοχής.
Το Ηρώδειο όμως δόθηκε για να γυριστεί πρόσφατα, video clip των Coldplay. Δεν είναι παράδοξο;
Υπάρχει μία ιδιαιτερότητα, καθώς κάθε φορά που εμφανίζεται το μνημείο στην τηλεόραση, υπάρχουν δικαιώματα. Θα πρέπει ο παραγωγός να πληρώνει ένα μεγάλο ποσό. Ήταν απαγορευτικό αυτό το κόστος για εμάς.
Σας επηρεάζει η ενέργεια ενός χώρου;
Ειδικά εδώ στη Λυρική, ναι με επηρέασε. Η σκηνή, το εντυπωσιακό φουαγιέ, ακόμη και ο χώρος που έκανε τις πρόβες της η Κάλλας στη μεγάλη αίθουσα.
Aντίστοιχα σας επηρεάζει και η ενέργεια που κάθε ηθοποιός εκπέμπει;
Είναι απαραίτητη και πρωταρχική για τη δουλειά μας, αυτή η ενέργεια. Το ΑΙ δεν μπορεί ακόμη να «φτιάξει», το βλέμμα και το ανθρώπινο συναίσθημα στην τηλεόραση ή στο σινεμά. Έχουμε εξαιρετικούς ηθοποιούς στη σειρά. Καταρχάς την 19χρονη Καλλιόπη Ελευθεριάδου που υποδύεται τη νεαρή Μαρία Κάλλας. Υπάρχουν δύο γυναικείοι πυλώνες στη ζωή της, η μητέρα της Λίτσα που υποδύεται η Ελένη Ράντου και η δασκάλα της η Ελβίρα, την οποία υποδύεται η Ρένια Λουιζίδου. Η μία πρεσβεύει τον στόχο της επιτυχίας στο τραγούδι, δεν την αφήνει να χάσει ούτε μία πρόβα ακόμη και όταν βρίσκονται στα καταφύγια λόγω βομβαρδισμών, η άλλη τη μουσική και τον έρωτα. Όπως λέει χαρακτηριστικά: «Ο έρωτας είναι ένα ελεύθερο πουλί». Πρέπει να ερωτευτεί η Κάλλας για να τραγουδήσει καλά.
Η Κάλλας έζησε σε ένα τοξικό περιβάλλον εξαιτίας της μητέρας της;
Η Ελένη Ράντου όταν διάβασε την πρώτη φορά το σενάριο, είπε αμέσως πως ήθελε να παίξει τον ρόλο της μαμάς. Και όταν τη ρώτησα το γιατί, μου απάντησε «Μα δεν το βλέπεις; Είναι ένα πάσχων πρόσωπο».
Μία γυναίκα που πήρε διαζύγιο εκείνη την εποχή, φεύγει από την Αμερική και έρχεται να ζήσει στην Αθήνα με τις δύο της κόρες, δείχνει καταρχάς δυναμισμό και μεγάλη τόλμη. Ήταν μόλις 40 χρονών, γριά για την εποχή, νέα γυναίκα για τα σημερινά δεδομένα. Το όραμά της ήταν η επιτυχία των παιδιών της. Ήταν αυτό που αποκαλούμε stage mother, μάνατζερ των παιδιών της, καταπιεστική. Αποφάσισε η μία κόρη της να παντρευτεί και η άλλη να γίνει η καλύτερη τραγουδίστρια όπερας, του κόσμου.
Η Κάλλας αγάπησε τη Μαρία εκείνης της εποχής; Μήπως δεν συμφιλιώθηκε ποτέ με εκείνη την εκδοχή του εαυτού της;
Δύσκολη ερώτηση. Δεν ξέρω αν είμαι σε θέση αυτό να σου το απαντήσω. Εκείνο που μου έκανε εντύπωση είναι πως πέθανε σε μικρή ηλικία, ήταν μόλις 53 ετών. Σα να «αυτοκτόνησε» -δεν το λέω κυριολεκτικά - όταν έχασε σταδιακά τη φωνή της. Τότε δεν γνώριζαν ακόμη ότι στην απόδοση της φωνής, υπάρχει μία ημερομηνία λήξης. Ακόμη και στις πρόβες της, τραγουδούσε full voice.
Η Κάλλας δεν γνώρισε την ευτυχία, με μόνη εξαίρεση κάποια χρόνια δίπλα στον Αριστοτέλη Ωνάση και επίσης ήταν μία δυναμική γυναίκα, σε μία εποχή που κανείς δεν ανεχόταν ακόμη τη γυναικεία υπεροχή, υπήρχαν ανισότητες.
Είχε πολλές απογοητεύσεις στη ζωή της η Κάλλας. Μιλάμε επίσης για πατριαρχικές κοινωνίες, οι ερωτικές σχέσεις ήταν δύσκολες. Ακόμη και σήμερα που μιλάμε για ισότητα, το αρσενικό μέχρι πρότινος μάθαινε, μεγάλωνε, με το σκεπτικό πως πρέπει να επιβάλλεται στη γυναίκα, να την υποτιμά. Πως αυτό σημαίνει αντρική ταυτότητα.
Σημαίνει ακόμη και σήμερα;
Βέβαια. Το βλέπω και σε ηθοποιούς που αναπαράγουν το πρότυπο του «μάτσο» άντρα.
Υπάρχουν ακόμη στερεότυπα, υπάρχει ακόμη ακόμη ο φόβος ότι η γυναίκα μπορεί να «καταπιεί» τον άντρα και για να μη συμβεί αυτό θα πρέπει να της επιβληθεί. Βλέπεις όμως από την άλλη πλευρά νεαρούς μπαμπάδες που συμμετέχουν στην ανατροφή του παιδιού τους, κάνουν δουλειές, βοηθούν όσο μπορούν τη γυναίκα τους.
Ζούμε όμως σε μία αντιφατική κοινωνία. Γιατί ενώ μιλάμε για τους μοντέρνους και ελάχιστους μπαμπάδες, υπάρχει βία.
Ο άντρας σκοτώνει, γιατί είναι γυναίκα. Γιατί δεν τον «ακούει» αρκετά, γιατί δεν τον υπακούει, γιατί θέλει να τον χωρίσει, γιατί τον αμφισβητεί. Αμφισβήτηση σημαίνει ακύρωση. Και ο άντρας πρέπει να προλάβει να την ακυρώσει πρώτος τη γυναίκα.
«Ο Γιώργος Λάνθιμος «άνοιξε» τον δρόμο για τον εαυτό του όχι για τον ελληνικό κινηματογράφο. Χαίρομαι για όσα κατάφερε σε μία δύσκολη πίστα»
Υπάρχει ισότητα στον καλλιτεχνικό χώρο; Είχατε παλαιότερα δηλώσει, πως μόνο το 4% σε παγκόσμιο επίπεδο των σκηνοθετών, είναι γυναίκες.
Αλήθεια είναι, αλλά εγώ από την άλλη πλευρά δεν ένιωσα ποτέ από το συνεργείο μου και τους συνεργάτες μου, να με υποτιμούν επειδή είμαι γυναίκα. Με αποδέχονται ως «καπετάνισσα».
Η προσωπική ευτυχία και η επαγγελματική καταξίωση δημιουργούν αυτοπεποίθηση. Γενικά εμείς οι γυναίκες έχουμε αυτοπεποίθηση;
Όταν ζεις σε μία κοινωνία που σου λένε είσαι χοντρή, είσαι λεπτή, είσαι το ένα, είσαι το άλλο, είναι δύσκολο να αποκτήσεις ως γυναίκα αυτοπεποίθηση.
Είναι πολλά νεαρά κορίτσια και λυπάμαι για αυτό, που με το «καλημέρα σας» θέλουν να γίνονται αντικείμενα και όχι υποκείμενα του πόθου, για να αρέσουν στα αγόρια.
Από την άλλη πλευρά έχουμε εστιάσει στις γυναίκες όταν περνούν στο στάδιο της εμμηνόπαυσης και δεν μιλάμε ποτέ για τα αντίστοιχα ζητήματα που αντιμετωπίζουν οι άντρες όταν μεγαλώνουν, τη λεγόμενη ανδρόπαυση.
Θα επιστρέψετε στον κινηματογράφο; Υπάρχει κάποιο σχέδιο ή όραμα;
Έχω γράψει ήδη ένα σενάριο που αναφέρεται σε δύο γυναίκες 59 ετών, Βρετανίδες στην καταγωγή, η μία είναι γιατρός και η άλλη εκπαιδευτικός. Τα έχουν κάνει τέλεια στη ζωή τους, μέχρι κάποια στιγμή που ο άντρας της μίας τα έχει φτιάξει με την γραμματέα του και της άλλης ο σύζυγος έχει υποθηκεύσει το σπίτι τους. Οι δύο γυναίκες έρχονται για διακοπές στην Ελλάδα και ζουν διάφορες ανατροπές, με τη μεγαλύτερη να έχουν στα χέρια τους ένα εκατομμύριο ευρώ, αλλά χωρίς να μπορούν να εκμεταλλευτούν αυτά τα χρήματα ή να τα βγάλουν από το νησί. Μένουν λοιπόν εκεί και κάποια στιγμή τίθεται το ερώτημα για το αν θα αλλάξουν οι ίδιες, ή αν θα αλλάξει η κοινωνία που βρίσκεται γύρω τους. Ο τίτλος είναι «Dirty girls». Αναζητούμε προς το παρόν να βρούμε τις Βρεττανίδες ηθοποιούς που θα υποδυθούν τους δύο χαρακτήρες. Και η Έμμα Τόμσον μας κάνει για αυτή την τανία (γελάει). Πρέπει να βρεθεί ένας ξένος ατζέντης ο οποίος θα πάρει σοβαρά την πρόταση από μία Ελληνίδα σκηνοθέτη και μακάρι να βρεθώ σε αυτή τη θέση.
Η επιτυχία του Γιώργου Λάνθιμου δεν μας άνοιξε τον δρόμο, ώστε αυτή η διαδικασία να είναι λίγο ευκολότερη; Υπάρχουν πια αρκετοί Έλληνες σκηνοθέτες που κάνουν τα πρώτα τους βήματα και στο εξωτερικό.
Ο Γιώργος Λάνθιμος, άνοιξε τον δρόμο για τον εαυτό του και τον χαίρομαι για όσα κατάφερε, γιατί ξέρω σε πόσο δύσκολη «πίστα» έκανε όλο αυτό που έκανε.
Στην Ελλάδα είναι δύσκολο να κάνεις κινηματογράφο. Έχω κάνει ήδη 6 ταινίες, ανάμεσά τους το «Πρώτη φορά νονός», το «Ριζότο», ο «Οργασμός της Αγελάδας», που έφτασαν να κάνουν 500 χιλιάδες εισιτήρια και παίζονται συχνά και στην τηλεόραση. Αλλά ήταν μία άλλη εποχή, γιατί ο κόσμος πήγαινε στις κινηματογραφικές αίθουσες. Τώρα ο νέος κινηματογράφος είναι οι πλατφόρμες. Το κοινό κάθεται στο σπίτι του, αγοράζει μία μεγάλη σε διαστάσεις τηλεόραση και βλέπει ταινίες. Οι πλατφόρμες επίσης χρηματοδοτούν τις ταινίες. Ο Αλφόνσο Κουαρόν έκανε για παράδειγμα το Roma, μία υπέροχη ταινία η οποία παίχτηκε παράλληλα στο σινεμά και στο Netflix.
Χάνουμε σταδιακά αυτή τη μοναδική αίσθηση που έχει η κινηματογραφική αίθουσα.
Η αίσθηση της αίθουσας είναι το community of the motion, να κλαίμε και να γελάμε όλοι μαζί με αυτό που βλέπουμε. Δεν θα ξεχάσω ποτέ, όταν είδα την ταινία «Η έκτη αίσθηση» και όλος ο κόσμος στο σινεμά ήταν στο ίδιο beat, όταν έγινε η αποκάλυψη πως ο ήρωας δεν υπήρχε. Αυτό το συναίσθημα πια, έχει χαθεί. Θυμάμαι πως όταν ήμουν μικρή σε ηλικία είχαμε εκείνες τις 40Χ40 ασπρόμαυρες οθόνες και έψαχνα κάθε φορά στην εφημερίδα για να δω τι παίζουν στους κινηματογράφους για να δω σε μεγάλη οθόνη μία ταινία. Πώς να δεις για παράδειγμα ως νεαρή κινημτογραφίστρια την ταινία «Το θωρηκτό Ποτέμκιν» παρά μόνο στο σινεμά; Τώρα απλά πατάς ένα κουμπί στο τηλεκοντρόλ σου και τα βλέπεις όλα. Νόμιμα ή παράνομα στο Internet.
Επειδή όλα προβάλλονται πλέον μέσω κινητού ή μέσω του υπολογιστή και της τηλεόρασης, αλλάζει τεχνικά ο τρόπος κινηματογράφησης από εσάς τους σκηνοθέτες;
Το μόνο που αλλάζει στην κινηματογράφηση, είναι ότι πλέον δεν μένεις στην καταγραφή μίας εικόνας. Όλοι πλέον μπορούν να καταγράψουν μία όμορφη εικόνα από το κινητό τους. Χρειάζεσαι κάτι περισσότερο. Είναι όπως όταν εφευρέθηκε η φωτογραφία και άλλαξε τη ζωγραφική. Έχουν αλλάξει πλέον πολλά.
Photo credits: Λευτέρης Παρτσάλης